Προεπισκόπηση

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Ο Παπισμός χθες και σήμερα

 
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ – ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ
ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Πρόλογος
  ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ προσπάθειες για την επαναπροσέγγιση του χριστιανικού κόσμου είναι φυσικό να έχουν ευρύτατη αποδοχή, επειδή, αφενός, αποτελούν την ανθρώπινη συμβολή στην ιερή υπόθεση της ενότητας και, αφετέρου, διεξάγονται σε μια εποχή που ο κόσμος, κατακερματισμένος από πολύμορφες αντιθέσεις, αναζητεί με αγωνία ενοποιητικά στοιχεία.
 Οι προσπάθειες αυτές, ωστόσο, έχουν αποδειχθεί μέχρι σήμερα απογοητευτικά αναποτελεσματικές. Όχι μόνο δεν εμπνέουν πλέον καμιά αισιοδοξία, αλλά και προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς έχουν γίνει ήδη κατάδηλες οι επιζήμιες συνέπειές τους: α) άμβλυνση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, διαιρέσεις και σχίσματα στο πλήρωμα της Εκκλησίας μας. β) σύγχυση, αποθάρρυνση και αποπροσανατολισμός στους ετεροδόξους που αναζητούν την αυθεντικότητα της πίστεως.
  Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί έκφραση αυτής της ανησυχίας μας, αφού ο διάλογος ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Παπισμό* δεσπόζει στις διαχριστιανικές σχέσεις και, επιπλέον, η συνύπαρξη Ορθοδόξων και Παπικών στις πολυπολιτισμικές πλέον κοινωνίες μας λειτουργεί ως πρόκληση για κάθε ορθόδοξη συνείδηση.
  Ακολουθώντας την πατερική μας παράδοση, η οποία μας έχει διδάξει να «αγαπώμεν εν αλήθεια» και να «αληθεύωμεν εν αγάπη», επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα το πρόσωπο του Παπισμού. Έτσι, πιστεύουμε, θα φωτιστούν τα αμετάθετα όρια της Εκκλησίας από την αίρεση, της αλήθειας από την πλάνη. Γιατί είναι γεγονός ότι τα όρια αυτά γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Όχι μόνο επειδή στη ζωή των Ορθοδόξων έχει υπεισέλθει ο δυτικός πολιτισμός, ο διαμορφωμένος από τον παραποιημένο Χριστιανισμό της Δύσεως, αλλά και επειδή στις μέρες μας διαδίδονται οι ιδέες και αντιλήψεις της “ Νέας Εποχής”, που θέλει όλες τις θρησκείες να οδηγούν εξίσου στον ίδιο τάχα Θεό.
  Για τους Ορθοδόξους η καθαρότητα της πίστεως αποτελεί το ασάλευτο θεμέλιο στον αγώνα τους για τη θέωση: Η ορθή πίστη είναι «το μέγα και πρώτον της σωτηρίας φάρμακον» (όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Αλλά και για τους ετερόδοξους αδελφούς μας η ακριβής οριοθέτηση της αλήθειας δείχνει τον δρόμο της επιστροφής στον πατρικό τους οίκο, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
  Η αποκοπή της δυτικής Χριστιανοσύνης από το σώμα της Εκκλησίας δεν προήλθε από διοικητικές ή εθιμικές απλώς διαφοροποιήσεις, αλλά από μια βαθιά αλλοίωση του εκκλησιαστικού βιώματος, η οποία και δημιούργησε ένα χάσμα ζωής ανάμεσα σε δύο κόσμους. Το αυτονόητο χρέος του σεβασμού των διαφορετικών πιστευμάτων, οι ανυπόκριτα φιλόφρονες διαθέσεις και οι ευσεβείς ενωτικοί πόθοι δεν μας δίνουν το δικαίωμα να παρασιωπούμε ή να συσκοτίζουμε αυτή την πραγματικότητα.
  Διασώζονται, βέβαια, και σήμερα στην παπική Δύση υπολείμματα της πατερικής παραδόσεως, κυρίως στον χώρο του μοναχισμού. Και αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί ταπεινοί μοναχοί ή απλοί πιστοί, που αφιερώνουν τη ζωή τους στην προσευχή και σε έργα αγάπης. Ωστόσο, τα όσα θετικά στοιχεία διατηρήθηκαν στη δυτική παράδοση, δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν τη διαστρέβλωση του Χριστιανισμού και τη μετάλλαξη της Εκκλησίας της Ρώμης σε κοσμικό κράτος με θεοκρατικό καθεστώς, μετάλλαξη που αναπόφευκτα επακολούθησε την εξέλιξη του παπικού θεσμού.
  Παραδίδοντας το τεύχος τούτο στους αδελφούς μας, σε εποχή που ο συγκρητισμός και η εκκοσμίκευση έχουν ναρκώσει την εκκλησιαστική συνείδηση των περισσοτέρων από εμάς, ευχόμαστε να συναισθανθούμε όλοι το χρέος αλλά και να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη που έχουμε ως φύλακες και προασπιστές της Ορθοδοξίας. Αυτό το χρέος και αυτή τη δύναμη επισημαίνουν οι πατριάρχες της Ανατολής στην ιστορική Εγκύκλιό τους του 1848: «Παρ’ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού».
*   Δεν χρησιμοποιούμε τον όρο Ρωμαιοκαθολικισμός, επειδή είναι ιστορικά αθεμελίωτος και θεολογικά ανακριβής: Από τις αρχές του 2ου αι. η αδιαίρετη Μία Εκκλησία του Χριστού ονομάζεται, όπως την ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως, Καθολική, επειδή κατέχει το καθ’ όλου της πίστεως, δηλαδή την πληρότητα της αλήθειας. Επίσης, αφότου, το 330, η Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο όρος Ρωμαίος ή Ρωμηός δήλωνε κάθε ορθόδοξο πολίτη της, ανεξάρτητα από τη φυλετική καταγωγή του. Έτσι, Ρωμαιο-Καθολικοί κυριολεκτικά είναι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως Ρωμαίοι-Ρωμηοί, δηλαδή απόγονοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ως Καθολικοί, δηλαδή μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία συνεχίζει να κατέχει το καθ’ όλου της πίστεως. Απεναντίας, οι Παπικοί, μετά την κατάληψη του θρόνου της Ρώμης από τους Φράγκους (1009), δεν είναι Ρωμαίοι αλλά Φραγκολατίνοι. Και μετά την έκπτωσή τους από την καθολικότητα (δηλαδή την πληρότητα) της πίστεως, λόγω της αποδοχής σωρείας αιρετικών δοξασιών, δεν είναι Καθολικοί αλλά αιρετικοί. Μολαταύτα, μετά το οριστικό Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αυτούς τους όρους. Οι ορθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τον 19ο αι. γνώριζαν καλά ότι Ρωμαίος-Ρωμηός και Καθολικός σημαίνει Ορθόδοξος, γι’ αυτό και τους αιρετικούς της Δύσεως τους ονόμαζαν Λατίνους, Παπιστές κ.ά. Η σύγχυση που παρατηρείται σήμερα στην ορολογία, δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αι., με την εμφάνιση του Οικουμενισμού.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ