Προεπισκόπηση

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ὁ Καππαδόκης

Ημ. Εορτής: 1 Ιανουαρίου
Εορταζόμενο όνομα: Βασίλειος, Βασιλική

Ὁ Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.
Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».
Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.
Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».
Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».
Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.


πηγή από: http://www.synaxarion.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

Περιτομὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ


Ημ. Εορτής: 1 Ιανουαρίου

Ἡ κατὰ σάρκα περιτομὴ καὶ ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοὺ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του, ἀποτελεῖ τὴν βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καὶ τῆς εἰσόδου Του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐνανθρωπίσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὸ νοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπιση ἦταν καταληπτή, δὲν θὰ ἦταν θεία καὶ παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἢ δὲν πιστεύουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι καὶ πληρώθηκε ἀπὸ φῶς, ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνώριζε τὸ πῶς ᾖλθε τὸ φῶς, δὲν δέχθηκε τὸν φωτισμό.
Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νὰ λάβει σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ νομικὴ διάταξη, ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νὰ εἰσαγάγει τὴν πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρὸς χάρη μας τὴν ἔνσαρκη Γέννηση καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος.
Καὶ βασικὰ τὴν περιτομὴ ὁ Κύριος τὴ δέχθηκε γιὰ δυὸ λόγους :
Πρώτον, γιὰ νὰ φράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔλαβε πραγματικὰ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θὰ περιτεμνόταν, ἂν δὲν εἶχε λάβει ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα;
Δεύτερον, γιὰ νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καὶ ὅτι καταλύει τὸ Νόμο.
«Ἐπειδὴ ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νὰ κοινωνήσουμε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ φυλάξαμε, γι’ αὐτὸ μεταλαβαίνει τὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴν φύση μας, ὥστε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό Του καὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κάθ΄ ὁμοίωση, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ διδάξει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἔκανε σὲ ἐμᾶς δυνατή. Νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ μὲ τὴν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας. Νὰ ἀνακαινίσει τὸ σκεῦος ποὺ ἀχρειώθηκε καὶ κομματιάστηκε, νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ νὰ μᾶς καλέσει στὴ θεογνωσία καὶ νὰ τὸν νεκρώσει, νὰ μᾶς μάθει νὰ παλεύουμε ἀποτελεσματικὰ μὲ τὸν τύραννο, ὁπλισμένοι μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση».
Ὁ Θεὸς ἔγινε τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφή», χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. «Ὁ Θεὸς πτωχεύει τὴν ἐμὴν σάρκα, ἶνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα… κενούται τῆς ἐαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἶνα ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Ἡ δημιουργία καὶ ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν περιτομή Του καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τὴν χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ ρίζα καὶ προοπτικὴ κάθε πραγματικότητος καὶ ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος.
Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Σὲ αὐτὸν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μὲ περιτομὴ καμωμένη μὲ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σάρκινου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιαστήκαμε μαζί Του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἀναστηθήκαμε μαζί Του μὲ τὴν πίστη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη, ὅταν εἴμασταν νεκροὶ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἐξ’ αἰτίας τους εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ μᾶς συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Μετὰ τὴν περιτομή Του ὁ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία Του μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατὰ τὴν σοφία, τὴν ἡλικία καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ  σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.

Μεγαλυνάριον
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.

πηγή από: http://www.synaxarion.gr/
 
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Σημείο Θεού – Bησσαρίων ο Αγαθωνίτης


Σημείο διαφωνιών και αντικρούσεων αποτέλεσε ο Γέροντας Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης († 22 Ιανουαρίου 1991), του οποίου το σκήνωμα βρέθηκε άφθαρτο κατά την ανακομιδή του λειψάνου του, δεκαπέντε χρόνια μετά την κοίμησή του. Ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Αγάθωνος, ο οποίος γνώριζε από τα μαθητικά του χρόνια τον Γέροντα Βησσαρίωνα καταθέτει την μαρτυρία του για την προσωπικότητα του Γέροντα.

του Αρχιμ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγάθωνος

Τον π. Βησσαρίωνα γνώριζα από τα μαθητικά μου χρόνια και από τότε ήταν ο πνευματικός μου. Αργότερα τον έζησα στην διάρκεια είκοσι ολόκληρων χρόνων πνευματικής σπουδής στην Μονή Αγάθωνος. Στα χέρια του πλαστουργήθηκε η μοναχική μου συνείδηση.
Βρισκόμουν παράλληλα και στα χέρια του γέροντα Γερμανού Δημάκου, προηγουμένου της Μονής Αγάθωνος, την οποία ως ηγούμενος διακόνησε πενήντα ένα χρόνια – μία άλλη σπουδαία πνευματική και μοναστική προσωπικότητα της Εκκλησίας μας. Κι ακόμα μνημονεύω έναν απλό παππούλη, τον … γερο-Ιερεμία, πού κι εκείνος με βοήθησε πνευματικά και μου πρόσφερε πολλά με την μειλίχια και πρόσχαρη στοργή του. Σε αυτούς τους τρεις Γέροντες οφείλω την εις Χριστόν παιδαγωγία μου στα νάματα του αυθεντικού ορθοδόξου μοναχισμού. Μιλώντας, λοιπόν, για τον π. Βησσαρίωνα, μετά λόγου γνώσεως και σεβασμού μιλώ.
Τα πρώτα του γράμματα ο π. Βησσαρίων τα έμαθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Πεταλίδι Μεσσηνίας. Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο· βλέπετε, την εποχή εκείνη ήταν δύσκολα τα πράγματα. Όμως δεν περιορίστηκε μόνον στις γνώσεις του Σχολαρχείου. Η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον π. Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.
Στην Καρδίτσα αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας· έτρεχε στις ανάγκες του κόσμου· εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας, το αγάπησε, το έκανε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του και μέσα σ’ αυτό το έργο ανάλωσε όλη τη ζωή του, σε σημείο πού ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν πεθάνει, να ρωτάει απ’ το κρεββάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, για τους φτωχούς, για τα πράγματα της κοινωνίας και της Εκκλησίας.
Ανέλαβε πολλές, διάφορες και δύσκολες αποστολές· έπαιξε σημαντικό ρόλο στην γερμανική Κατοχή· ενώ αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες κι έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά πού είχαν συλλάβει οι Γερμανοί.
Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο, ο π. Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα. Ήδη αρχιμανδρίτης με πολύχρονη ασκητική βιοτή και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στη Μονή Αγάθωνος μετά το 1955, επηρεασμένος από τον επίσης πελοποννήσιο π. Γερμανό, πού καταγόταν από το Αγριδάκι Γορτυνίας. Φαίνεται πώς ήταν από τον Θεό ευλογημένη η Μονή Αγάθωνος να τον δεχτεί στην αγκαλιά της· όσο ζούσε ο γέροντας Γερμανός, καυχιόταν πώς στις τάξεις του μοναστηριού του προσμετρούσε τον π. Βησσαρίωνα, αυτόν τον ασκητικό και πνευματικό άνθρωπο. Σήμερα, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, φαίνεται η μεγάλη τιμή και καταξίωση πού επιφύλαξε ο δωρεοδότης Κύριός μας και ακριβοδίκαιος Πατέρας μας στο άξιο τέκνο του, να το συμπεριλάβει και να το κατατάξει στη χορεία των Αγίων του· γεγονός το οποίο εμείς πού τον αγαπούσαμε και τον σεβόμασταν, πιστεύαμε ότι θα συμβεί…
Πηγή: Περιοδικό “Εκ βαθέων” Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών
Τεύχος 8, Μάιος 2005
 
Σημείο Θεού – Bησσαρίων ο Αγαθωνίτης (2)
Στην υπηρεσία του «πλησίον»
 Εδώ ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του μοναστηριού. Είχε εσωτερική υπηρεσία μέσα στο μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε μέσα στο μοναστήρι. Τη Δευτέρα και την Τρίτη απαρέγκλιτα πήγαινε στα νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Είμαι βέβαιος ότι η χαρισματική προσωπικότητά του, η αγάπη του για τον άνθρωπο και ο γλυκύς και απλός τρόπος του … σίγουρα κατάφερναν να ετοιμάζουν εκείνες τις πονεμένες ψυχές· και όσοι έφευγαν για τον ουρανό, έφευγαν με το «εισιτήριο» στο χέρι για τον Παράδεισο. Τον άλλο καιρό καθόταν εδώ στο μοναστήρι, σαν λαμπάδα αναμμένη μπροστά στην εκκλησία· καλοδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο· και γνώριζε τους περισσότερους με το όνομά τους, αλλά και τις ανάγκες τους και τα προβλήματά τους.
Πολλές φορές τον έβλεπα να φτιάχνει καφέδες και να τους πηγαίνει μόνος του στους προσκυνητές κι επισκέπτες. Τί τους έλεγε εκεί μυστικά, ο Θεός ξέρει και αυτοί πού τον άκουγαν. Ένα είναι σίγουρο, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν φορτωμένοι με πόνο και βάσανα και άγχος, αλλά έφευγαν ανακουφισμένοι από τον γέροντα. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Τον π. Βησσαρίωνα τον εμπιστεύονταν πολλοί άνθρωποι και του έφερναν πράγματα και χρήματα κι ο παππούλης με την διάκριση πού τον χαρακτήριζε τα διέθετε στη φτώχεια, στην ανακούφιση των αναγκεμένων. Ήξερε τί συμβαίνει σε κάθε σπίτι μέσα στη Φθιώτιδα. Δεν τον ενδιέφεραν τα σαλόνια και τα ψηλά σκαλοπάτια· ήταν ο παπάς, ο καλόγερος, ο άγιος των πτωχών. Τίποτε άλλο δεν συγκινούσε την ψυχή του περισσότερο από τη φτώχεια, πού η διακονία της τον ανάπαυε.
«Παιδί μου, έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε», μου έλεγε.  Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το μοναστήρι με την ευχή του γέροντα Γερμανού κι έφτανε από τη μίαν άκρη του Νομού Φθιώτιδας στην άλλη. Δεν θα φανεί υπερβολικό αν πώ ότι πήγαινε σε όλα τα σπίτια του χωριού πού επισκεπτόταν. Κι όλοι δέχονταν με περισσή χαρά τον π. Βησσαρίωνα· κανένας δεν του έκλεινε την πόρτα. Πολλές φορές κοιμόταν και στα σπίτια τους. Και σήμερα οι άνθρωποι αυτοί, καθώς ακούν τα θαυμαστά πού συμβαίνουν στον άγιο γέροντά μας, έρχονται και ομολογούν ότι κάποτε κοιμήθηκε στο σπίτι τους, κι αυτό το θεωρούν μεγάλη ευλογία.
«Ξέρετε, πάτερ, έχουμε φωτογραφία στο σπίτι μας τον π. Βησσαρίωνα. Αυτός μεγάλωσε τα παιδιά μου, αυτός τα συγκράτησε στον δρόμο του Χριστού», μου λέγει ο ένας.
«Αν έχω παιδιά να στέκουν κάπως σωστά και όμορφα μέσα στην κοινωνία, το χρωστάω στον π. Βησσαρίωνα», μου λέγει ο άλλος.
Και δεν είναι ένας και δύο εκείνοι πού μου τα λέγουν αυτά, είναι πολλοί, πάρα πολλοί.  Η περιοδεία του περιελάμβανε κατ’ αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία με αδημονία τον ανέμεναν. Είχαν πάει κι άλλοι πνευματικοί στα χωριά τους, μα ο κόσμος δεν ανταποκρινόταν· κι εκείνοι κατηγορούσαν για αδιαφορία τους χωριανούς ή τον παπά, ότι δήθεν δεν τους προετοίμαζε σωστά. Η προσωπικότητα του π. Βησσαρίωνα ήταν σαγηνευτική. Όλοι τον εμπιστεύονταν και όλοι τον περίμεναν.

Χαρισματικός εξομολόγος
 Όταν λειτουργούσε ο π. Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο τον σεβασμό και όλη την ιεροπρέπεια πού αρμόζει. Παρ’ ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά -ύστερα από ένα περιστατικό με τους Γερμανούς η φωνή του ήταν φθίνουσα-  δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πώς «ό δέ έχω (Κύριε) τούτο Σοί δίδωμι» (Πρ. γ΄, 6). Κι έδωκε πολλά στον Κύριο, περισσότερα απ’ όσα μπορούσε.
Με συμβουλές πού η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού· και δεν θα ήταν άστοχο να τον χαρακτηρίσω … Μέγα Εξομολόγο. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του· ήταν συμπαθητικός κι αυτό προσήλκυε τους πιστούς, τους έφερνε κοντά του. Εκείνος γνώριζε αυτό το χάρισμά του και το «εκμεταλλευόταν», για την ωφέλειά τους. Πολλά παιδάκια, ακούγοντας τη φωνή του, πήγαιναν από περιέργεια κοντά του. Έκεινος άνοιγε την αγκαλιά του, τα χάϊδευε στο κεφαλάκι τους και αυτά αμέσως ηρεμούσαν και ημέρευαν κοντά του· γίνονταν φίλοι μαζί του.
Ο π. Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγίας στα χωριά, όπως συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια, όπου με λαχτάρα την περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί· τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς κι εκείνοι του έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο π. Βησσαρίων τα μοίραζε σε δύο «σακκιά». Ένα σακκί έφερνε στο μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Ό,τι περιείχε το άλλο σακκί τα μοίραζε απ’ ευθείας στους φτωχούς. Γνώριζε ποιές ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και σε τί, και αναλόγως έκανε την διανομή.
Έτσι πέρασε τη ζωή του ο π. Βησσαρίων. Νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν! Ο ποιμήν πού όντως θυσίασε την ζωή του υπέρ των προβάτων. Ο π. Βησσαρίων έτρεχε για το απολωλός πρόβατο. Έφτανε μ’ ένα τηλεφώνημα να του πούν ότι μία γυναίκα στον Δομοκό είναι άσχημα κι ότι μπορεί να πεθάνει και ζητά να εξομολογηθεί. Ανευ άλλης συζητήσεως σηκωνόταν, έπαιρνε μία τσάντα πού είχε, έβγαινε πάνω στον δρόμο, έκανε ωτοστόπ και πήγαινε! Πόσοι δεν έχουν δεί τον γέροντα στους δρόμους να περπατάει με μία τσάντα μέσα στο λιοπύρι, στο κρύο και στη βροχή. Έπαιρνε ως ιερέας μισθό και ποτέ μισθό δεν κρατούσε στα χέρια του! Αμέσως τον μοίραζε. Τον μοίραζε όλον, ούτε για τα εισιτήριά του δεν κρατούσε.
Ερχόταν στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας, όταν εγώ ήμουν εκεί μαθητής και όπου τον πρωτογνώρισα, και εξομολογούσε τα παιδιά. Αυτός ήταν ο πρώτος μας πνευματικός. Είχα την ευλογία και την τύχη να είναι ο πνευματικός μου. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε «κάτι» τους έβαζε στο χέρι. Ξέρετε, πολλά παιδιά πήγαιναν να εξομολογηθούν για να πάρουν το χαρτζιλίκι. Ο παππούλης το γνώριζε αυτό, αλλά σιγά-σιγά τα παιδιά «γλυκαίνονταν» και στην εξομολόγηση. Έτσι έγινε απαραίτητη η εξομολόγηση στη ζωή τους. «Το τερπνόν μετά του ωφελίμου».
Αυτοί πού δεν τον γνώριζαν δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος του ανδρός!… Ας μην τους παρεξηγούμε. Δίκιο έχουν· δεν μπορούν να καταλάβουν ότι μία ψυχή θυσίασε τον εαυτό της στον άνθρωπο, αφιερώνοντάς την στον Θεό. Πηγαίνετε στα γύρω χωριά και ρωτήστε τον κόσμο να σάς πεί εάν λέγω διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι συνέβησαν· να δείτε ότι δεν θα βρεθεί κάποιος, ούτε ένας, να σάς πεί ότι δεν ήταν άγιος άνθρωπος ο π. Βησσαρίων. Κι αυτά σήμερα, εν έτει 2006. Σε μία κοινωνία πού παραπαίει, ο π. Βησσαρίων αγίασε. Ο φιλεύσπλαγχνος Πατέρας μας στέλνει πάντα ό,τι χρειαζόμαστε, την ώρα πού το χρειαζόμαστε. Θαυμαστά είναι τα έργα Σου Κύριε!…
Τί να σάς πώ, μεγάλη μορφή ο γέροντας! Σπούδασα κοντά του, αλλά δεν έχω το κουράγιο του, την θέλησή του, την δύναμή του. Τώρα ξέρω πώς αγιάζουν· το είδα στην πράξη! Μέχρι τώρα το ήξερα από τα βιβλία, καθώς διαβάζουμε στο Γεροντικό, στους βίους των Αγίων και αλλού. Μα τώρα είδα στην πράξη πώς αγιάζει ο άνθρωπος! Προσεύχομαι στον Κύριο και Θεός μας, τον γλυκύτατο Ιησού μας, να μάς αξιώσει όλους να μπούμε σ’ αυτή την ευλογημένη στράτα του γερο-Βησσαρίωνα πού θα μάς οδηγήσει στην Ουράνια Βασιλεία Του.
Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε τον Χριστό! Ο π. Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο Οποίος οικονόμησε εξαιρετικώς να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλώς, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετισθούμε, να συγκλονισθούμε· να πάθουμε όλοι αυτό πού έπαθα εγώ όταν είδα το σκήνωμά του άφθορο μέσα στο φέρετρο. Όχι μόνο δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά και σε καμμία περίπτωση δεν το περίμενα να αξιωθώ εγώ, ο μικρός και ταπεινός, να βρώ άνθρωπο έτσι. Ήξερα πώς υπάρχει ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο άγιος Σπυρίδων, αλλά δεν ήξερα πώς είναι έτσι.

Η κοίμησή του
Ο π. Βησσαρίων ήταν καλά στην υγεία του σε γενικές γραμμές· δεν είχε μεγάλα προβλήματα υγείας. Είχε υποβληθεί σε μία εγχείρηση νεφρού, αλλά ήταν καλά. Στα τελευταία του ήρθαν η κόπωση, τα γεράματα· έπαθε κι ένα κρυολόγημα και νοσηλεύτηκε για λίγο στο Νοσοκομείο της Λαμίας, αλλά επειδή ήταν δύσκολη η κατάστασή του, τον πήγαν στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», στην Αθήνα. Εκεί, παρ’ ότι τον βοήθησαν οι γιατροί, δεν μπόρεσε … ο καημένος λόγω των γηρατειών του να ξεπεράσει το πνευμονικό οίδημα· κι έτσι εν Κυρίω και με τη χάρη Του εκοιμήθη στις 22 Ιανουαρίου 1991.
Η είδηση του θανάτου του λύπησε κατάβαθα όλα τα πνευματικά παιδιά του· μάς συγκλόνισε. Εδώ στο μοναστήρι έπεσε μεγάλο πένθος. Όσον καιρό ήταν άρρωστος ο π. Βησσαρίων στην Αθήνα, ο γέροντας Γερμανός αγρυπνούσε δίπλα στο προσκέφαλό του, μέχρι πού του έκλεισε τα μάτια.
Το μοναστήρι εκείνες τις ημέρες ήταν ντυμένο στα λευκά, είχε 50-60 εκ. χιόνι· με δυσκολία ανέβηκε η νεκροφόρα. Όταν έφεραν τον γέροντα στο μοναστήρι, τον βάλαμε στην εκκλησία, όπου τον αφήσαμε δύο ημέρες, καθώς το επέτρεπε ο καιρός. Όλη την νύχτα και όλη την ημέρα περνούσε κόσμος πολύς να χαιρετήσει τον π. Βησσαρίωνα και να κλάψουν, όπως πιθανόν δεν θα έκλαιγαν στον πατέρα τους και την μητέρα τους. Έλαμπε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο και το σώμα του ευωδίαζε.
Στις 24 Ιανουαρίου εψάλη η εξόδιος ακολουθία, χοροστατούντος του μητροπολίτη Δαμασκηνού. Ολιγόλογος τότε ο δεσπότης, με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σήμερα κηδεύουμε έναν Άγιο!…». Λόγια προφητικά. Ξέρετε, ο δεσπότης εξομολογείτο στον π. Βησσαρίωνα. Τσάκισε η φωνή του, έβαλε τα κλάματα και σταμάτησε.
Αφού λόγω του χιονιού δεν μπορούσαμε να πάμε στο κοιμητήριο για να ενταφιάσουμε τον σεπτό γέροντά μας, πρότεινα στον ηγούμενο να τον κηδεύσουμε στα βαπτιστήρια, όπου υπήρχαν δύο δωμάτια προορισμένα για την εξομολόγηση· να τον πάμε στο εξομολογητήριο τιμητικά, μια και ήταν εξομολόγος. Έτσι βρέθηκε ο π. Βησσαρίων εκεί κάτω. Όλο τον καιρό πού βρισκόταν εκεί ο γέροντας, εμείς γνωρίζαμε ότι εκεί ήταν θαμμένος ένας Άγιος. Είχα γράψει κι ένα ποίημα στον τάφο του, το οποίο τον περιγράφει.
Όλα αυτά τα χρόνια κατέβαιναν εκεί κάτω πολλοί άνθρωποι για να προσκυνήσουν· βρίσκαμε μέχρι και αφιερώματα. Αυτά δείχνουν την ευσέβεια του κόσμου και σε ποιά θέση μέσα στην καρδιά τους είχαν τοποθετήσει από την πρώτη στιγμή τον π. Βησσαρίωνα. Αυτοί πού κατέβαιναν στον τάφο του προσεύχονταν και με τα αφιερώματά τους είχαν συνείδηση ότι προσφέρουν κάτι σε Άγιο, χωρίς να περιμένουν οποιοδήποτε σημείο για ν’ αποδείξει την αγιότητά του. Πολλοί άνθρωποι μάς μίλησαν για θαυμαστές εμπειρίες και βιώματα πού είχαν στον τάφο του γέροντα. Πολλοί είχαν ταραχή μέσα στο σπίτι τους, μα είδαν τον π. Βησσαρίωνα στον ύπνο τους και ήρθε η γαλήνη πάλι στην οικογένειά τους, και πολλά άλλα.

Η εκταφή του άφθαρτου λειψάνου του
 Αφού είδαμε ότι ο γέροντας τιμάται στον τάφο του, αποφασίσαμε να μην κάνουμε εκταφή, αλλά να αναβαθμίσουμε λίγο τα βαπτιστήρια, να περιποιηθούμε τον χώρο και να τον διαφυλάξουμε ως τόπο προσκυνηματικό.
Όμως οι τεχνικές υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος –πρός την οποίαν από επταετίας είχαμε απευθύνει αίτημα να μάς βοηθήσει, γιατί το μοναστήρι παρουσίαζε καθιζήσεις στην ανατολική πλευρά του– μάς είπαν ότι για να είναι σωστό το έργο έπρεπε να … γκρεμιστούν τα βαπτιστήρια, ώστε να γίνει η απαραίτητη στήριξη του μοναστηριού. Το κρίναμε λογικό, καθώς τα βαπτιστήρια εκ της καθιζήσεως δεν παρείχαν καμίαν ασφάλεια. Είπαμε το «ναί», αλλά εκεί είχαμε τον τάφο του παππούλη.
Κάναμε προσευχή και παρακαλέσαμε τον παππούλη να μάς επιτρέψει την εκταφή του. Έτσι, στις 3 Μαρτίου, όλοι οι αδελφοί μαζί πήγαμε κάτω, κάναμε τρισάγιο, ασπαστήκαμε τον τάφο του κι αρχίσαμε να αφαιρούμε τούβλα από την πλευρά του. Όταν έπεσαν τα πρώτα τούβλα, είδαμε ένα φέρετρο άθικτο, όπως το είχαμε βάλει. Συνέστησα προσοχή, για να μή χτυπηθεί το φέρετρο· το βγάλαμε έξω και το πήγαμε στο κοιμητήριο, ώστε να μαζέψουμε τα κόκκαλα του παππούλη. Ανοίγουμε το φέρετρο, σηκώνουμε το σάβανο και βλέπουμε το σώμα του άφθαρτο. Συγκλονιστήκαμε· γονατίσαμε κάτω, φιλήσαμε το φέρετρο και μετά το σηκώσαμε και το πήγαμε στον ναό.
Είχαμε αντιληφθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θαυμαστό γεγονός. Κάπου το περιμέναμε κιόλας, αφού πιστεύαμε στην αγιότητά του. Αφού τον βάλαμε στον ναό, είπαμε ότι αυτό το βάρος δεν μπορούμε να το σηκώσουμε μόνοι μας και ότι πρέπει να καλέσουμε την Αγία Εκκλησία να έρθει να επιληφθεί της υποθέσεως.
Πήραμε αμέσως στο τηλέφωνο τον ποιμενάρχη μας, στον οποίον κάποτε είχα αναφέρει ότι ο παππούλης μου έλεγε πώς μπορεί και να τον βρούμε έτσι· εκείνος τότε με κοίταξε μειδιώντας, αλλά χωρίς να αντιδράσει· μου είπε μόνο πώς, αν δώ κάτι θαυμαστό, να τον ειδοποιήσω αμέσως. Ο σεβασμιώτατος υπέστη ισχυρό σόκ, όταν του ανέφερα τί είχε συμβεί, κι έφθασε αμέσως στο μοναστήρι. Προσκύνησε, συγκινήθηκε· δεν είχε ξαναδεί κι αυτός κάτι τέτοιο. Μάς έδωσε οδηγίες, έκανε κάποιες υπηρεσιακές ενέργειες και ανέλαβε πλέον εκείνος την υπόθεση. Εμείς πήραμε το σκήνωμα και το τοποθετήσαμε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος για να προστατεύεται, και έκτοτε τελούμε πλέον υπό τις εντολές της Εκκλησίας.
Ωστόσο, πώς να μή σκεφτεί κανείς ότι ο Θεός οικονόμησε την καθίζηση του μοναστηριού, και μάλιστα στη μεριά των βαπτιστηρίων, ώστε να μάς οδηγήσει στην εκταφή του π. Βησσαρίωνα και να μάς δώσει το σημείο Του με την αφθαρσία του σκηνώματός του; Αλλωστε, με κάπως παρόμοιο τρόπο –όπως θρυλλεί η παράδοσή μας-  δεν οικονόμησε την ανακάλυψη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Αγάθωνης σε σπηλιά από τον όσιο Αγάθωνα, κτίτορα και προστάτη της Μονής μας;
Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Τριαδικού Θεού μας τάραξε το πανελλήνιο, και όχι μόνον! Αυτός πού δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει, έγινε παγκόσμια φωνή! Όπου θέλει ο Θεός, ενεργεί με τη χάρη Του και όλα τ’ άλλα παραμερίζουν, όπως όταν μία αχτίδα φωτός μπαίνει μές στο σκοτάδι και το διαλύει. Μέχρι και της φύσης η τάξη νικάται, όπως ψάλλουμε στην Παναγία μας. Τί ορίζουν οι νόμοι της φύσης για έναν άνθρωπο πού πεθαίνει; Σε δύο, τρία, το πολύ πέντε χρόνια, θα βρείς ένα σώμα λιωμένο, και στην χειρότερη περίπτωση θα βρείς σάρκες και κόκαλα μαζί. Αλλά ύστερα από δεκαπέντε χρόνια να βρείς το σκήνωμα ενός ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην μπορείς να του το αποσπάσεις; Σαν να θέλει να πεί σε όλους, και ιδιαιτέρως σε μάς τους ιερείς, ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και διδάσκουμε αλλότρια πράγματα· σαν να μάς λέει ότι:
«Εδώ είναι για μάς η πηγή της αληθείας του Θεού. Κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων· κατάφερε ο σατανάς να μάς πείσει να κουβεντιάζουμε για όλα τα άλλα και να μην κουβεντιάζουμε για τον Χριστό μας· περί άλλων τυρβάζουμε, αλλά ενός μόνον εστί χρεία. Ντρεπόμαστε να πούμε τις παραβολές του Κυρίου, τις θεωρούμε “φτωχές”, ότι είναι μόνον για χαμηλού επιπέδου ανθρώπους. Όμως ας αναλογιστούμε πόσες ψυχές αυτές οι παραβολές ανέβασαν στον Παράδεισο! Δεν έχουμε την απλή φρόνηση να σκεφτούμε ότι τα λόγια πού είπε ο Κύριός μας δεν αντικαθίστανται με άλλα λόγια, λόγια του κόσμου τούτου;».
Αυτό, λοιπόν, θέλει να πεί ο παππούλης μας σε όλους εμάς τους ιερείς και μοναχούς, όχι από τον τάφο του, αλλά από τις ουράνιες νομές όπου μετά των Δικαίων και Αγίων του Θεού συγκαταλέγεται, για να μάς προστατέψει, προτρέποντάς μας:
«Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πηγές της Πίστεως μας, στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείσθε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι γι’ αυτά τα θέματα· εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις “νομάς σωτηρίους”, ν’ ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γή στον Ουρανό!…».

 
Διαβάστε περισσότερα...

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία


Ημ. Εορτής: 31 Δεκεμβρίου

Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τὴν περίμεναν. Τὴν μητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καὶ ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγμὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴν θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.
Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθώντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: «...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστειον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαὶς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καὶ διανομὴν τῶν προσόντων εἰς μονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ μονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανώσα, μικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ".

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.

 πηγή από: http://www.synaxarion.gr/
 
Διαβάστε περισσότερα...

Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως


Ημ. Εορτής: 31 Δεκεμβρίου

Ἀπόδοση τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μας.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὁ χρόνων ἐπέκεινα, καὶ τῶν αἰώνων Θεός, τὴν δέησιν πρόσδεξαι, τῇ συμπληρώσει Χριστέ, τοῦ ἔτους δεόμεθα, θείαν ἰσχύν δὲ δίδου, ἐν εἰρήνῃ τελέσαι, ἅμα καὶ εὐσεβείᾳ τὸ ἀρχόμενον ἔτος, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Εἰς τὸ τέλος φθάσαντες, τοῦ χρόνου μόνε Οἰκτίρμον, τὴν σὴν ἀτελεύτητον, ὑμνοῦμεν χάριν ἀπαύστως· πάντας γὰρ, ἐκ πάσης βλάβης θᾶττον ἐρρύσω, δίδου δέ, καὶ τὰ ἐλέη σου δυσωποῦμεν, τῷ ἐνιαυτῷ τῷ νέῳ, τοῖς προσκυνοῦσι τὴν δυναστείαν σου.


Μεγαλυνάριον
Τῇ τοῦ χρόνου λήξει Χριστὲ Σητήρ, διάρρηξον Λόγε, τῶν ἀμέτρων ἁμαρτιῶν, ἡμῶν τὸ δελτίον, καὶ χάριτος ἁγίας, ἡμῶν τὰς διανοίας πλήρωσον Κύριε.

πηγή από: http://www.synaxarion.gr/
 
Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ:«ΟΙ ΘΕΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΕΣ»


- Γέροντα, πολλοί ανησυχούν. Τι θα γίνη με το ένα τι θα γίνη με το άλλο.
- Κοίταξε να δεις. Τώρα ο Θεός , και να ήθελε να μας αφήσει, δεν μπορεί.
- Τι εννοείτε, Γέροντα;
- Να, οι γονείς όταν φέρνουν ένα παιδάκι στον κόσμο, όσο αγωνίζονται να το μεγαλώσουν, τόσο περισσότερο το αγαπούν και το πονούν. Έτσι και ο Θεός , μας έφερε στον κόσμο, αγωνίσθηκε κατά κάποιον τρόπο , μας μεγάλωσε, κουράσθηκε να μας κάνη ό,τι μας έκανε. Τώρα, και να θέλη να μας αφήση, δεν μπορεί , γιατί μας πονάει, αρκεί εμείς να έχουμε λίγο φιλότιμο. Αν έχουμε λίγο φιλότιμο, δεν θα χάσουμε τον Παράδεισο.
- Γέροντα, είπατε ότι ο Καλός Θεός δεν θα μας αφήση…
- Ναι, ο Θεός ποτέ δεν μας αφήνει. Εμείς Τον αφήνουμε. Όταν ο άνθρωπος δεν ζη πνευματικά , δεν δικαιούται την θεία βοήθεια. Όταν όμως ζη πνευματικά και είναι κοντά στο Θεό, την δικαιούται.
Τότε, αν συμβή κάτι και πεθάνη, είναι έτοιμος για την άλλη ζωή , οπότε είναι κερδισμένος και σε αυτή τη ζωή και στην άλλη.
Η βοήθεια του θεού δεν εμποδίζεται ούτε από ανθρώπους ούτε από δαίμονες. Δεν είναι τίποτε δύσκολο για τον Θεό ούτε για έναν Άγιο. Το εμπόδιο σε εμάς τους ανθρώπους είναι η ολιγοπιστία , με την οποία εμποδίζουμε τις μεγάλες δυνάμεις να μας πλησιάσουν. Και ενώ υπάρχει τόσο μεγάλη δύναμη δίπλα μας, εμείς, επειδή υπάρχει μέσα μας σε μεγάλο βαθμό το ανθρώπινο στοιχείο, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το θείο , που ξεπερνάει όλου του κόσμου τις ανθρώπινες δυνάμεις, γιατί οι θείες δυνάμεις είναι παντοδύναμες. Καθόμαστε πολλές φορές άδικα, ώρες ολόκληρες ,για να βρούμε μόνοι μας λύση σε ένα θέμα, χρησιμοποιώντας όλη την απειρία μας. Το κεφάλι μας γίνεται κουδούνι, ο ύπνος δεν μας πιάνει , γιατί μας έχει πιάσει το ταγκαλάκι με επίμονες σκέψεις. Τελικά βρίσκουμε μια λύση, αλλά μετά ο Θεός μας βρίσκει άλλη, καλύτερη λύση , που δεν την είχαμε σκεφθή εμείς, και μας μένουν ο πονοκέφαλος και τα ξενύχτια. Όσο και αν είναι σωστή η δική μας σκέψη, όταν δεν είναι ο Θεός μπροστά , το κεφάλι κουράζεται και έρχεται πονοκέφαλος ,ενώ η προσευχή με την εμπιστοσύνη στον Θεό ξεκουράζει. Για αυτό ας αφήνουμε με εμπιστοσύνη στον Θεό τα δυσκολοκατόρθωτα ανθρωπίνως και να μην στηριζώμαστε στις δικές μας ανθρώπινες προσπάθειες , και Εκείνος θα κάνει ό,τι είναι καλύτερο.
Και πάντα για καθετί που σκέφτεσθε να κάνετε, να λέτε « αν θέλη ο Θεός », μην πάθετε κι εσείς ό,τι έπαθε κάποιος μια φορά. Είχε αποφασίσει να πάη στο αμπέλι του για δουλειά. « Αύριο πρωί-πρωί ,λέει στην γυναίκα του , θα πάω στο αμπέλι » . « Αν θέλη ο Θεός ,θα πας » του λέει εκείνη. « Θέλει – δεν θέλει ο Θεός , λέει εκείνος, εγώ θα πάω » . Την άλλη μέρα ξεκίνησε νύχτα. Στον δρόμο εν τω μεταξύ πιάνει τέτοιος κατακλυσμός, που αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω. Δεν είχε φέξει ακόμη. Χτυπάει την πόρτα . « Ποιος είναι; » , ρωτάει η γυναίκα του. « Αν θέλει ο Θεός, λέει εκείνος, ο άνδρας σου είμαι ».

Από το βιβλίο “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ” ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ  (Β')
 
πηγή από: http://agioritikovima.gr/

Διαβάστε περισσότερα...

Το Κομποσχοίνι


Το κομποσκοίνι  ή κομποσχοίνιον (=κόμπος+σκοινί) είναι γνωστό, ότι είναι ένα αντικείμενο πού χρησιμοποιούν οι Μοναχοί, όταν επαναλαμβάνουν την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», όταν δηλαδή επικαλούνται τον Κύριο. Σήμερα το φορούν πολλοί άνθρωποι, νέοι, ηλικιωμένοι, επιστήμονες, επαγγελματίες, καλλιτέχνες, πολιτικοί κ.λ.π. Το κομποσκοίνι πωλείται σε διάφορα μέρη, αν και οι περισσότεροι πού ενδιαφέρονται να το αγοράσουν προτιμούν να το παραγγείλουν σε Μοναχούς.
Τί είναι όμως το κομποσκοίνι; πού εμφανίστηκε για πρώτη φορά; ποιοί το χρησιμοποιούσαν; σε τι χρησίμευε και σε τι χρησιμεύει; πόσα είδη κομποσκοινίων έχουμε;
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με το σύντομο αυτό άρθρο στα ερωτήματα αυτά για να δούμε τί είναι το κομποσκοίνι. Είναι ιερό αντικείμενο ή μέσο επίκλησης τού Θεού;

Διαβάστε περισσότερα...

H Ἁγία Ἀνυσία ἡ Ὁσιομάρτυς


Ημ. Εορτής: 30 Δεκεμβρίου

Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (298 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἐαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε τὴν μέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ μαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο.
Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μιὰ φορὰ λοιπόν, ἐνῶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε μέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωμένος, ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Παρθενίας χάρισι, κεκοσμημένη Ὁσία, μαρτυρίου ἤνυσας, γνώμῃ ἀνδρείᾳ τὸ σκάμμα· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ σὸς Νυμφίος ἔστεψεν, ὁ κατ’ ἀξίαν νέμων τὰ γερά· ὃν δυσώπει Ἀνυσία, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον
Τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος βλαστός, καὶ ἄμωμος νύμφη, τοῦ Παντάνακτος Ἰησοῦ, ὤφθης Ἀνυσία, ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει, ἐχθρὸν καταβαλοῦσα, τὸν πολυμήχανον.

 πηγή από: http://www.synaxarion.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟ


ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟ

(Ἱερέας: Εὐλογητός….)

Ψαλμὸς ΡΜΒ 142
     Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνη σου. Καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισε μὲ ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκροὺς αἰῶνος, καὶ ἠκηδίασεν ἐπ' ἐμὲ τὸ πνεῦμα μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοὶς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τάς χεῖρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ' ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοὶς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησον μοὶ τὸ πρωὶ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοί ἤλπισα. Γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ μὲ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον. Δίδαξον μὲ τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει μὲ ἐν γῇ εὐθεία. ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε ζήσεις μέ. Ἐν τῆ δικαιοσύνη σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου. Καὶ ἀπολεῖς πάντας τους θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλος σου εἰμί.

(Εὐθὺς εἰς … Ἦχον δ'.)
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἠμὶν , εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. (τετράκις)

     Τὴ Θεοτόκω ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν, ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοὶ καὶ προσπέσωμεν ἐν μετάνοιᾳ κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῇς. Δέσποινα βοήθησον, ἐφ' ἡμῖν  σπλαγχνισθεῖσα, σπεῦσον ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων, μὴ ἀποστρέψεις σοὺς δούλους κενούς. Σὲ γὰρ καὶ μόνην ἐλπίδα κεκτήμεθα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
     Ὁ τοῦ Κυρίου μεγαλώνυμος κῆρυξ καὶ Ἀποστόλων ἡ κρηπὶς Ἰωάννη, θεομιμήτως πάριδε Πανάγιε, ἅπαντα τὰ πταίσματα, τῆς ἀθλίας ψυχῆς μου. Ρῦσαι ἐκ παντοίων με καὶ ποικίλων κινδύνων, καὶ τὸν κοινὸν ἰλέωσαι Θεόν, ἶνα ἐν κρίσει παράσχει μοὶ ἄφεσιν.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
     Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι. εἰμὴ γὰρ σὺ προίστασο πρεσβεύουσα, τὶς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; τὶς δὲ διεφύλαξεν ἒως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σοῦ. Σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.
    
Ἐλέησον μὲ ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνον μὲ ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου, καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντός. Σοὶ μόνω ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοὶς λόγοις σου, καὶ νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μὲ ὑσσώπω, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοὶ ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τᾶς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψης με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλης ἀπ' ἐμοῦ. Ἀπόδος μοὶ τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καὶ Πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ρῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλωσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῆ εὐδοκία σου τὴν Σιών καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

(Ὤδη Α'. Ἦχος Πλ. Δ'. Ὑγρᾶν διοδεύσας...)

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Δεινῶν μὲ χειμάζουσι λογισμοί, πρὸς σὲ καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητών, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε Κυρίου, ἐκ πάσης νόσου καὶ βλάβης με λύτρωσαι.
    
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Παθῶν μὲ ταράττουσι προσβολαί, πολλῆς ἀθυμίας ἐμπιπλῶσαι μου τὴν ψυχήν, εἰρήνευσον, Μάκαρ, ταῖς πρεσβείαις, ταῖς πρὸς Θεόν σου, Προφῆτα καὶ σῶσον με.
    
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
     Τὸν γῆς καὶ θαλάσσης καὶ Οὐρανοῦ, Ποιητὴν ἁπάντων ἀοράτων καὶ ὁρατὸν ὡς αὐτὸν βαπτίσας ἐκδυσώπει, ἐκ πάσης νόσου καὶ βλάβης ρυσθήναι με.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, ἐπισκοπῇς θείας καὶ προνοίας τῆς παρά σου, ἀξίωσον μόνη θεομῆτορ, ὡς ἀγαθὴ ἀγαθοῦ τὲ λοχεύτρια.

(Ὠδὴ Γ'. Οὐρανίας ἁψῖδος.)

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Προστασίαν καὶ σκέπην, τὴν σὴν ἀεὶ δίδου μοι, ἐπικαλουμένω Προφῆτα, σὺ μὲ κυβέρνησον, ταὶς ἰκεσίαις σου, τὸν ἀσφαλή πρὸς λιμένα, καὶ δεσμῶν μὲ λύτρωσαι τοῦ πολεμήτορος.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Ἱκετεύω, Προφῆτα, τὸν ψυχικὸν τάραχον, καὶ τάς προσβολάς τῶν δεινῶν νόσων πάντοτε, ἐπερχομένας μοι, ἐξ ἐμοῦ, Πρόδρομε, τάχυ, μακρὰν ἀποδίωξον ταὶς ἰκεσίαις σου.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
     Χαλεπαῖς ἁμαρτίαις, καὶ νοσεροῖς πάθεσι, περικλυζομένω, Προφῆτα, σὺ μοι βοήθησον, ὑπὸ τὴν σκέπην σου, ὁλοτελῶς προσφυγόντι, καὶ θερμῶς κραυγάζοντι, σῶσον μὲ Πρόδρομε.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εὐεργέτην τεκοῦσα, τὸν τῶν καλῶν αἴτιον, τῆς εὐεργεσίας τὸν πλοῦτον, πάσιν ἀνάβλυσον. πάντα γὰρ δύνασαι, ὡς δυνατὸν ἐν ἰσχύι, τὸν Χριστὸν κυήσασα, Θεομακάριστε.
    
Διάσωσον ἐκ πάσης νόσου Πρόδρομέ του Σωτῆρος, τοὺς ὑπὸ τὴν σκέπην σου καταφεύγοντας, καὶ λύτρωσαι αἰωνίων βασάνων.
    
Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

(Ἱερέας: Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.)
(Ἦχος Δ'. Ταχὺ προκατάλαβε…)
      Ὡς θεῖον θησαύρισμα, ἐγκεκρυμμένον τῇ γῆ, Χριστὸς ἀπεκάλυψε, τὴν κεφαλήν σου ἡμῖν , Προφῆτα καὶ Πρόδρομε. Πάντες οὖν συνελθόντες, ἐν τῇ ταύτης εὐρέσει, ἄσμασι θεηγόροις, τὸν Σωτῆρα ὑμνοῦμεν, τὸν σῴζοντα ἡμᾶς, ἐκ φθορᾶς, ταῖς ἰκεσίαις σου.
(Ὠδὴ Δ'. Εἰσακήκοα Κύριε.)
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
     Τῶν παθῶν μου τὸν τάραχον, ὁ τὸν εἰρηνάρχην βαπτίσας Κύριον, ταῖς πρεσβείαις σου κατεύνασον, καὶ εἰς γῆν πραέων μὲ ἐνόρμισον.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
     Εὐσπλαχνίας τὸ πέλαγος, ὁ ἀνυποστόλως κηρύξας ἄπασι, καθικέτευέ σου δέομαι, τῶν βασάνων ὅπως λυτρωθείημεν.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
      Ἀπολαύοντες, Πρόδρομε, τῶν σῶν δωρημάτων σοὶ χαριστήριον, ἀναμέλπομεν ἐφύμνιον, οἱ τῆς σῆς τρυφῶντες ἀντιλήψεως.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Οἱ ἐλπίδα καὶ στήριγμα, καὶ τῆς σωτηρίας τεῖχος ἀκράδαντον, κεκτημένοι σέ, Πανύμνητε, δυσχέρειας πάσης ἐκλυτρούμεθα.

(Ὠδὴ Ε'. Φώτισον ἡμᾶς.)
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Πλήρωσον ἠμῶν, τάς αἰτήσεις τῶν τιμώντων σε, ὁ τοῦ ἀδύτου τὴν ὑφήλιον, φωτὸς πληρώσας τῷ κηρύγματί σου, Πρόδρομε.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Λύτρωσον ἠμᾶς, ἐκ κινδύνων Βαπτιστά τοῦ Χριστοῦ, ὁ αἰωνίαν κηρύξας λύτρωσιν, καὶ τὴν εἰρήνην τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
     Λῦσον τῶν δεινῶν νοσημάτων τὴν ἀσθένειαν, τῶν πρεσβειῶν τῶν σῶν τὴ θερμότητι, ὁ τὸν Σωτῆρα βαπτίσαι φανείς ἐπάξιος.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Ἳασαι Ἁγνή, τῶν παθῶν μου τὴν ἀσθένειαν, ἐπισκοπῇς σου ἀξιώσασα, καὶ τὴν ὑγείαν ταὶς πρεσβείαις σου παράσχου μοι.

(Ὠδὴ ΣΤ. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.)
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν.
      Θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς ἐξάρπασον, ἀφθαρσίαν μοὶ διδοὺς ἀπολαύειν, ἐκ πειρασμῶν καὶ κίνδυνων παντοίων, καὶ ἐξ ἑφόδου τῶν νόσων ἐξαίρων με. Δεήσεσι σαῖς Βαπτιστά, ἐν Κυρίῳ καὶ σῶσον μὲ δέομαι.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Προστάτην σε τῆς ζωῆς ἐπίσταμαι, καὶ θερμὸν ἐν περιστάσεσι πρέσβυν, καὶ πειρασμῶν διαλύοντα νέφος, καὶ πᾶσαν νόσον καὶ βλάβην ἐλαύνοντα καὶ δέομαι ὁ δυσμενής, ἐκ φθορᾶς τῶν παθῶν μου ρυσθήναι με.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
      Ἐν λάκκῳ ἁμαρτιῶν ἐμπέπτωκα, καὶ αὐτοῦ ἀναδραμεῖν οὐκ ἰσχύω. ἀλλ' ὁ Θεὸς τὸν ἐκ λάκκου λεόντων, βαπτίσας πάλαι προφήτην ρυσάμενον, λιτάνευε ἵν ἐξ αὐτοῦ, ἀναγάγη με, Τίμιε Πρόδρομε.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Ὡς τεῖχος καταφυγῆς κεκτήμεθα, καὶ ψυχῶν σε παντελῆ σωτηρίαν, καὶ πλατυσμὸν ἐν ταῖς θλίψεσι, Κόρη, καὶ τῷ φωτί σου ἀεὶ ἀγαλλόμεθα. ὦ Δέσποινα καὶ νῦν ἠμᾶς, τῶν παθῶν καὶ κινδύνων διάσωσον.
    
Διάσωσον ἐκ πάσης νόσου, Πρόδρομε τοῦ Σωτῆρος, τοὺς ὑπὸ τὴν σκέπην σου καταφεύγοντας, καὶ λύτρωσαι αἰωνίων βασάνων.
    
Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παρρησίαν.

(Ὃ Ἱερεὺς μνημονεύει ὡς ἔθος.)
(Εἴτα τὸ Κοντάκιον. Ἦχος β'. τὰ ἄνω ζητῶν…)
      Προφῆτα Θεοῦ καὶ Πρόδρομέ της χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ρόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὐράμενοι, τᾶς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν. Καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.
(Καὶ εὐθὺς τὸ Προκείμενον Ἦχος Δ'.)
      Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καὶ ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
     Στίχος. Πεφυτευμένος ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.
Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην (29—34.)
      Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει. Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Οὗτος ἔστι περὶ οὖ ἐγὼ εἶπον. Ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνήρ, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτος μου ᾖν. καγώ οὐκ ἤδειν αὐτόν. ἀλλ' ἵνα φανερωθῆ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων. Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης, λέγων. Ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ' αὐτόν. Καγῶ οὐκ ἤδειν αὐτόν, ἀλλ' ὁ πέμψας μὲ βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνος μοὶ εἶπεν. Ἐφ' ὅν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτος ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Καγώ ἐώρακα, καὶ μεμαρτύρηκα, ὅτι οὖτος ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
     Ταῖς τοῦ Προδρόμου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμών ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
     Ταὶς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμών ἐγκλημάτων.

Στίχος. Ἐλεῆμον, Ἐλέησον με ὁ Θεός.
Ἦχος Πλ. Β'. Ὅλην ἀποθεμένοι...)
      Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, ψυχῆς ἐμῆς θυμηδία, δέξαι, Πανακήρατε, τὴν προσφερομένην σοι ἱκεσίαν μου, θλῖψις γὰρ ἔχει μὲ καὶ δεινὰ παντοία, Ἰωάννη μεγαλώνυμε, σῶσον τὸν δοῦλον σου, καὶ χειρὸς τοῦ δράκοντας με ἐξάρπασον, καὶ τούτου τῶν παγίδων νῦν, ὡς εὐσυμπαθής ἐλευθέρωσον, πρεσβείαν προσάγων, καθὸ κοινὸς μεσίτης πρὸς Θεόν, καὶ πάσης νόσου ἐκλύτρωσαι τὸν αὐτοκατάκριτον.

(Ἱερέας: Σῶσον ὁ Θεὸς τὸν Λαόν σου κ. τ. λ.)
(Ὠδὴ Ζ'. οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας....)
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Τῆς Ἀδὰμ ἁμαρτίας τὸ χειρόγραφον, Λόγον τὸν διαρρήξαντα, ἐν ρείθροις Ἰορδάνου κραυγάζων ὑπεδέξω, Ἰωάννη Πανεύφημε. Ὁ τῶν Πατέρων ἠμῶν Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Θελητὴν τοῦ ἐλέους, τὸν φιλάνθρωπον, Μάκαρ, ὑπὲρ τῶν δούλων σου, δυσώπει τῶν πταισμάτων καὶ νόσων ἰοβόλων, λυτρωθῆναι τοὺς ψάλλοντας. Ὁ τῶν Πατέρων ἠμῶν θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
      Θησαυρὸν σωτηρίας καὶ γαλήνιον ὅρμον, καὶ ἐν κινδύνοις ταχύν, προστάτην τοὶς καλοῦσιν, εἰδότες σε βοῶμεν, τὸ κλυδώνιον στόρεσον, ἀσθενειῶν, Βαπτιστά, ταῖς ἰκεσίαις σου.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Σωμάτων μαλακίας καὶ ψυχῶν ἀρρωστίας, Θεογεννήτρια, τῶν πόθω προσιόντων τὴ σκέπη σου τῇ θεία, θεραπεύειν ἀξίωσον, ἡ τὸν Σωτῆρα Χριστὸν ἡμῖν  ἀποτεκοῦσα.

(Ὠδὴ Η'. τὸν Βασιλέα . . .)
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
     Τοὺς βοηθείας τῆς παρά σοῦ δεομένους, μὴ παρίδης, Προφῆτα, βοώντας, καὶ ἐξαιτουμένους τὴν σὴν ἐπιστασίαν.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Τῶν ἰαμάτων τὸ δαψιλὲς ἐπιχέεις, τοὶς πιστῶς ὑμνοῦσι σε, Προφῆτα, καὶ ἀνευφημοῦσι, Παμμάκαρ Ἰωάννη.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
      Τῆς σωτηρίας τὸν ἀρχηγὸν ἱκετεύων, τὸν Χριστόν, Προφῆτα, μὴ ἐλλίπης, ὅπως ἐκ βασάνων ρυσθῶμεν αἰωνίων.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Τῶν πειρασμῶν σὺ τάς προσβολάς ἐκδιώκεις, καὶ παθῶν τάς ἐφόδους, Παρθένε, ὅθεν σὲ ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

(Ὠδὴ Θ'. Κυρίως Θεοτόκον.)
Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
     Ροήν μου τῶν δακρύων μὴ ἀποποίησης, ὁ ἐν ροαῖς Ἰορδάνου τὸν πάντων Θεόν, συγκαταβάντα βαπτίσας, ὃν μεγαλύνομεν.

Πρόδρομε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
      Κακώσεως δαιμόνων, τῆς ἀδιαλείπτως ἐκπιεζούσης Προφῆτα με λύτρωσαι, καὶ ἐπηρείας τῆς τούτων δεῖξον ἀνώτερον.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι
      Ἰσχὺς καὶ θεραπεία, τῆς ἐξ ἀκρασίας καὶ χαλεπῆς ἁμαρτίας, Προφῆτα γενοῦ, κεκακωμένη ψυχή μου, ἵνα γεραίρω σε.

Καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
      Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν, πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα.

Μεγαλυνάρια
     Ἄξιον ἐστὶν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον, καὶ παναμώμητον, καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ, καὶ Ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν τὴν ὅντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
      
Ἄγονον καὶ ἄκαρπον τὴν ψυχήν, κέκτημαι, Παμμάκαρ, φύλλα μόνον ἄνευ καρπῶν, ἔρημον ἁπάσης ἀγαθῆς ἐργασίας, Προφῆτα, ἀρετῶν με δεῖξον καρπούμενον.

     Βαπτιστὰ καὶ Πρόδρομέ του Χριστοῦ, λύχνε φαεσφόρε, ἱκετεύω σὲ ἐκτενῶς, λύχνον ἄναψόν μου ψυχῆς τῆς ταλαίπωρου, ἐσκοτισμένην οὖσαν σὺ καταλάμπρυνον.

     Δέομαι, Προφῆτα καὶ Βαπτιστά, μὴ με ὑπερίδης τὸν ἀνάξιον πρεσβευτήν, καταβαπτισθέντα τοὶς πάθεσι τοῦ βίου, καὶ ἐν βορβόρῳ ὄντα σὺ ἐξανάστησον.

     Πρέσβευε Προφῆτα πρὸς τὸν Θεόν, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν καταφευγόντων τῇ σκέπη σου τῇ θεία, καὶ ρῦσαι πάσης νόσου καὶ περιστάσεως.

     Δέσποινα καὶ Μήτηρ τοῦ λυτρωτοῦ, δέξαι παρακλήσεις ἀναξίων σῶν ἱκετῶν, ἵνα μεσιτεύσης πρὸς τὸν ἔκ σοῦ τεχθέντα, ὦ Δέσποινα τοῦ Κόσμου, γενοῦ μεσίτρια.

     Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἠμᾶς. (Τρίς).
     Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι, καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
     Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, Δέσποτα, συγχώρησον τᾶς ἀνομίας ἡμίν, Ἅγιε ἐπίσκεψαι καὶ ἵασαι τάς ἀσθαινείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον.
     Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω Πνεύματι, καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
     Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοὶς οὐρανοίς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμὶν σήμερον, καὶ ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοὶς ὀφειλέταις ἡμῶν. Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

(Καὶ τὸ Τροπάριον. Ἦχος Β'.)
      Μνήμη δικαίου μετ' ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, Πρόδρομε, ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας χαίρων, εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ, Θεὸν ἀνερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν  τὸ μέγα ἔλεος.

(Ὁ Ἱερεὺς μνημονεύει ὡς ἔθος.
Ἐν τὴ Ἀπολύσει, προσκυνοῦντες τὴν ἁγίαν Εἰκόνα, ψάλλομεν τὸ παρὸν Προσόμοιον
Ἦχος Β' Ὃτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρὸν ....)
      Σπεῦσον ἐξελοῦ με πειρασμῶν, Πρόδρομε Κυρίου Παμμάκαρ, καθικετεύω σε, μάτην γὰρ κεκίνηνται οἱ πολεμοῦντες με, κατ’ ἐμοῦ πικροὶ δαίμονες, ζητοῦντες ἁρπᾶσαι, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, ὥσπερ στρουθίον οἰκτρόν, μὴ με καταλίπῃς εἰς τέλος, γνώτωσαν δὲ μᾶλλον, Προφῆτα, ὅτι σύ μου πέλεις καταφύγιον.

πηγή από: http://ihsouschristos.blogspot.com/
 
Διαβάστε περισσότερα...