Προεπισκόπηση

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Βίος Αγίου Αγαθάγγελου του Εσφιγμενίτη του Οσιομάρτυρα

Ο Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης ο Οσιομάρτυς τιμάται στις 19 Απριλίου

Ο ναυτικός
Ο Άγιος Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Αθανάσιος) καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκη και ο πατέρας του ονομαζόταν Κωνσταντίνος, η δε μητέρα του Κρυσταλλία. Από μικρός
έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχιας του πήγε ναύτης σε καράβια. Στα καράβια γνώρισε ένα πολύ καλό φίλο, που τον έλεγαν Αναστάσιο. Αλλά κάποια εποχή,
συνέβη ο Αναστάσιος να φύγη από το πλοίο του Αθανασίου και να μπει σε ένα Τούρκικο πλοίο. Ο Αθανάσιος ακολούθησε τον φίλο του στη νέα του εργασία. Μετά όμως από
λίγο, ο Αναστάσιος έφυγε από το Τούρκικο πλοίο, θέλησε δε και ο Αθανάσιος. Ο Τούρκος πλοίαρχος δεν αφήνει τον Αθανάσιο να φύγει από το πλοίο, και ο λόγος είναι ο έξης:
Επειδή τον είδε καλό, πειθαρχικό και αρκετά έξυπνο, ήθελε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει και κατόπιν να τον κάνει κληρονόμο του. Γνωρίζει όμως τον σταθερό χαρακτήρα του
νέου. Επίσης και το ότι δεν παρασύρεται εύκολα με τις κολακείες.

Η αλλαξοπιστία του
Όταν, φθάσανε στη Σμύρνη, ο Καπετάνιος, το βράδυ της ίδιας ημέρας, πήρε τον ναύτη έξω από το πλοίο και τον οδήγησε σε ένα μέρος. Εκεί ο άγριος Τούρκος όρμησε πάνω
στον νεαρό ναύτη με ένα μαχαίρι και τον πλήγωσε στο πλευρό. Ο νέος τον παρακαλούσε θερμά να τον αφήσει ζωντανό. Όμως ο πλοίαρχος ήταν αμετάπειστος και του είπε, ότι
πρέπει να τον σκοτώσει για να μην τον προδώσει ο νέος. Μόνο, εάν ο Αθανάσιος θα εγίνετο Μωαμεθανός, θα του χάριζε τη ζωή. Ο μικρός Αθανάσιος, μπροστά στον φοβερό
αυτό κίνδυνο, τα έχασε και είπε στον Τούρκο, ότι θα γίνει Μωαμεθανός. Αμέσως ο Τούρκος πήρε τον Αθανάσιο και τον πήγε στον Τούρκο Κριτή. Αυτός τον φοβέριξε, ότι θα τον
σκοτώσει, αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο νεαρός ναύτης έγινε προς στιγμή αρνησίθρησκος, και ο άνθρωπος του Χριστού έγινε δούλος του διαβόλου. Μετά από λίγες ημέρες
αρρώστησε βαριά και φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό επειδή πάλι
κινδύνευσε να φονευθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε μετανοημένος και πήγε στο Άγιο Όρος.

Η ζωή του στο Άγιον Όρος
Εκεί έμεινε για λίγο καιρό στα διάφορα Μοναστήρια και εξομολογήθηκε στους Αγιορείτες Πνευματικούς. Τελικά ήλθε στο ιερό Κοινόβιο του Εσφιγμένου και έμεινε. Εκεί του
ανέθεσαν το διακόνημα του τραπεζοκόμου. Εκτελούσε με μεγάλη προθυμία την υπηρεσία του. Ο διάβολος όμως, δεν άφησε ήσυχο τον νεαρό Μοναχό. Την νύχτα καθώς
κοιμότανε, έβλεπε όνειρα φοβερά και τρομερά, που τον έκαναν να αναστατώνεται η σκέψις του και να βρίσκεται πάντοτε σε τρομερό αγώνα με τον εαυτό του.
Ο διάβολος ήθελε με κάθε τρόπο να κάνει τον νεαρό Μοναχό όργανο του. Ήθελε να τον πάρει από το Μοναστήρι και να μείνει Μωαμεθανός, όπως έγινε πριν. Αλλά ο Άγιος
είχε•λάβει πλέον την σταθερή απόφαση να μείνει πια πιστός Χριστιανός και να δοξάσει το όνομα του Θεού. Έπεσε στα γόνατα, παρακαλώντας την Παναγία να τον λυτρώσει από
τις παγίδες αυτές του διαβόλου και να τον κάνει άξιο παιδί του Θεού. Μετά την μακρά αυτή συνομιλία με τον Κύριο, ένοιωσε μια γαλήνη να τον κυριεύει ολόκληρο και μια μεγάλη
πίστη να θεριεύει μέσα του.

Η μεγάλη απόφαση
Μετά από όλα αυτά, άρχισε να προσεύχεται πάλι στην Παναγία και να την παρακαλεί θερμά, με δάκρυα να τον αξιώσει να ομολογήσει με θάρρος την πίστη του μπροστά στους
Τούρκους. Μετά την προσευχή αυτή τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε ένα πολύ σημαντικό όνειρο. Παρουσιάστηκε μπροστά του μια ωραιοτάτη λευκοντυμένη γυναίκα, η όποια του
είπε:
—Έχε θάρρος, παιδί μου, και θα απόλαυσης το μαρτύριο, που ποθείς και θα δοξάσεις τον Κύριόν μας. Να πας όμως στην Σμύρνη να ομολογήσεις μπροστά στους Αγαρηνούς
την πίστη σου και τη λατρεία σου στον Κύριό μας και Θεό μας.
Ήταν φανερό, ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Παναγία. Ο Αθανάσιος, όλα αυτά, τα διηγήθηκε λεπτομερώς στους Αγιορείτες Πατέρες και στον ιδιαίτερο πνευματικό του, τον Γερμανό.
Αυτοί του έδωσαν θάρρος και τον παρουσίασαν στον πρώην Πατριάρχη Γρηγόριο. Αυτός του έδωσε θάρρος πολύ και του είπε, ότι ο Θεός τον προορίζει για κάποια μεγάλη
αποστολή.

Προετοιμάζεται για το μαρτύριο
Η περίοδος, που γίνονταν όλα αυτά, ήταν η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Αθανάσιος όλες τις η μέρες αυτές τις πέρασε με αυστηρή νηστεία και πολλή προσευχή.
Τελικά ο Πνευματικός τον έχρισε με το Άγιον Μύρον και τον έκαμε δεκτό στην Εκκλησία του Χριστού. Του διάβασε δε όλες τις ευχές της Εκκλησίας μας, για να γίνει άξιος
Χριστιανός και Μάρτυς. Την τετάρτη Κυριακή των Νηστειών πήγε στην θεία Λειτουργία και κοινώνησε. Τι χαρά και τι αγαλλίαση αισθανόταν, που αξιώθηκε να κοινωνήσει αυτός
ο αρνησίθρησκος! Επίσης, έλαβε το Άγιο σχήμα του Μανδύου και ονομάσθηκε Αγαθάγγελος. Μετά από αυτά, ήλθε πάλι στον πύργο. Τώρα πια είχε αλλάξει τελείως όψη. Του
έφυγε η κατήφεια και η θλίψις. Το πρόσωπο του φωτίστηκε από την θεία Χάριν και ήταν λαμπερό και χαρούμενο. Πετούσε από τη χαρά του. Ο νους του ήταν συνέχεια
στραμμένος στα ουράνια. Μέσα στην καρδιά του είχε ανάψει θεϊκή φλόγα, που τον παρακινούσε για περισσότερους αγώνες.
Μετά από την προετοιμασία για το μαρτύριο, ο Ηγούμενος παρήγγειλε σε όλους τους αδελφούς Μοναχούς να προσευχηθούν θερμά στον Θεό και να νηστέψουν για να τους
αποκαλύψει Αυτός ποιο ήταν το θέλημά Του. Εκείνη, λοιπόν, την νύχτα, ο Ηγούμενος μετά από μεγάλη νηστεία και προσευχή, είδε το ακόλουθο όνειρο: Περπατούσαν μέσα στο
δάσος, ο Αγαθάγγελος, ο Γερμανός και αυτός, όταν τους συνάντησε ένας γέροντας σεμνότατος και λαμπροφόρος, που έμοιαζε σαν τον Άγιο Νικόλαο. Ο Γέροντας αυτός ερώτησε
τον Ηγούμενο:
—Πες μου ποιος από τους τρεις σας θέλει να υποφέρει τα φρικτά μαρτύρια των Τούρκων;
Ο Ηγούμενος του έδειξε τον Αγαθάγγελο. Τότε ο ξένος πλησίασε τον Όσιο και αφού έκανε μετάνοια μπροστά του του είπε:
—Παιδί μου, έχε θάρρος και η επιθυμία σου θα γίνει.
Το πρωί διηγήθηκε όλα αυτά ο Ηγούμενος εις τον πνευματικόν Γερμανό και εις τον Αγαθάγγελο και όλοι μαζί δόξαζαν τον Θεό, που τους φανέρωσε εκείνο, που έπρεπε να γίνει.
Το Σάββατο του Λαζάρου φάνηκε ένα πλοίο, που έπλεε από την Θάσο για την Σμύρνη. Κατά θεία σύμπτωση το πλοίο αυτό πλεύρισε κάτω από την Ιερά Μονή του Εσφιγμένου,
για να πάρει τρόφιμα. Θα έφευγε δε για την Σμύρνη την Δευτέρα ημέρα του Πάσχα. Το βράδυ της Δευτέρας ο Ηγούμενος έντυσε τον Αγαθάγγελο με το μέγα και αγγελικό σχήμα
και έτσι ο Όσιος έγινε μεγαλόσχημος. Κατά τα μεσάνυχτα ο Ηγούμενος, ο Αγαθάγγελος και οι εκλεκτότεροι Μοναχοί ανέβηκαν στο πλοίο. Ανοίχτηκαν κατόπιν στη θάλασσα και
έφθασαν στην Σμύρνη. Μόλις όμως έφθασαν στην Σμύρνη, ο Αγαθάγγελος άλλαξε όψι. Ήταν πολύ σκυθρωπός και δακρυσμένος. Και, όταν ο Γερμανός του είπε, γιατί συμβαίνει
αυτό, του απήντησε ως εξής:
—Είδα στον ύπνο μου, ότι με πλησίασε ο Οσιομάρτυς Ευθύμιος και μου είπε, ότι έφθασε ο καιρός. Με αγκάλιασε, με φίλησε και μου έδωσε θάρρος πολύ. Σκέφτομαι όμως ότι,
όταν η ψυχή μου θα ανεβαίνει στους ουρανούς, πως μπορώ να λυτρωθώ από τα εναέρια τελώνια, που θα με εξετάζουν για τις πολλές μου αμαρτίες!
—Μη φοβάσαι, του απάντησε ο Γερμανός, γιατί τα εναέρια τελώνια δεν τολμούν να πλησιάσουν σε μια ψυχή, που απεχωρίσθη από το γήινο σώμα με μαρτυρικό θάνατο, για την
Πίστη του Χριστού.
Μόλις τα άκουσε αυτά ο Αγαθάγγελος, ένοιωσε μεγάλη χαρά να του πλημμυρίζει την καρδιά και να ζητεί επίμονα να έλθει γρήγορα η ώρα του μαρτυρίου.



Η ομολογία του στο δικαστήριο
Το πρωί της Πέμπτης, έγίνετο το Συνέδριο των Τούρκων, το όποιον έδίκαζε τις διάφορες ύποθέσεις. Ο Όσιος, έτοιμάσθηκε πολύ με νηστεία και προσευχή όλη την νύχτα και το
πρωί, έβαλε τα τουρκικά ρούχα, πήρε μαζί του τον Σταυρόν και την μικρή Εικόνα της Αναστάσεως και έξεκίνησε για το Τουρκικό δικαστήριο. Παρήγγειλε συγχρόνως στον
Ηγούμενο, ότι εάν τον θανατώσουν, το λείι|κχνο του να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι του Έσφιγμένου, για να Ινισχύη τους άδελφούς Movocχoυς στην πίστι τους στο Χριστό.
Παρουσιάσθηκε, ο Όσιος στον Τούρκο Κριτή και του είπε, ότι έχει μια διαφορά με τον Μεχμέτ Καπετάνιον, τον πρώτο του άφέντη. Πράγματι έκάλεσαν, και τον Τούρκο Καπετάνιο
στο Κριτήριο. Ρώτήσανε τότε τον Άγαθάγγελο, ποιά ήταν η διαφορά τους.
—Εγώ, άπάντησε ο Όσιος, όταν μπήκα στο πλοίο του άνθρώπου αότού, ήμουνα Χριστιανός. Αυτός όμως, με έκαμε με την βία Μωαμεθανό. Αλλά εγώ, δεν έχασα την πίστι μου
και ομολογώ πάλι μπροστά σας, ότι είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος.
Κατόπιν έβγαλε τον Σταυρόν από το λαιμό του και είπε:
—Αυτό είναι το όπλο του Κυρίου μου, Ίησού Χριστού. Εμένα μεν, το όπλο αυτό θα με σώση καθώς και όλους τους Χριστιανούς. Τους Τούρκους, όμως, θα τους καταδικάση και
θα τους σύντριψη.
Έβγαλε, επίσης από το στήθος του την Εικόνα της Αναστάσεως και συνέχισε: —Ο Κύριος μου άναστήθηκε και θα άναστήση και έμένα και όσους πιστεύουν σ' αυτόν. Σας όμως,
καθώς και τον προφήτη σας, θα σας καταδικάση εις τα βάθη της αιώνιου κολάσεως.
Τότε οι δικασταί άρπαξαν από τα χέρια του την εικόνα και τον Σταυρό και άρχισαν τις ύποσχέσεις. Ο Όσιος δεν έδινε σημασία στα λεγόμενά τους. Όταν όμως είδαν, ότι ήταν
άδύνατο να μεταπείσουν τον Άγιο, τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί του έφεραν σωρούς από χρυσάφι, ρούχα χρυσοκέντητα. Αλλά ο Άγιος έμενε σταθερός στην ομολογία του.
Τότε ο Δικαστής άλλαξε τακτική. Άρχισε να φοβερίζει τον Όσιο και να του λέει, ότι αν δεν γίνει Μωαμεθανός, θα υποφέρει τα μεγαλύτερα βασανιστήρια, που υπάρχουν. Ο Άγιος
όμως άπάντησε.
—Όλα αυτά τα ξέρω, αλλά δεν φοβάμαι. Είμαι Χριστιανός και θα υποφέρω για τον Κύριο μου τα πάντα.

Δέρνεται και φυλακίζεται
Αμέσως ο Κριτής έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν και να του κάνουν φρικτά βασανιστήρια. Αμέσως οι Τούρκοι χτύπησαν πολύ τον Όσιο. Του σπάσανε τα πλευρά στο ξύλο.
Του δέσανε κατόπιν τα χέρια και τα πόδια με μια βαριά αλυσίδα και τον κλείσανε στο πιο σκοτεινό κελί της φυλακής. Την άλλη ήμερα τον πήγανε στον ηγεμόνα. Αυτός άρχισε
πρώτα να τον κολακεύει, αλλά μετά τον φοβέρισε, ότι θα τον σκοτώσει. Ο Μάρτυς σε όλα αυτά σιωπούσε. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε και τον υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια.
Αλλά ο νέος τα υπέμεινε καρτερικά, και έμεινε σταθερός στην πίστη του. Ο βασανιστής του θαύμασε την σταθερότητα αυτή του νέου. Τελικά τον έβαλαν πάλι στην φυλακή. Στη
φυλακή ο Όσιος υπέφερε πολλά βασανιστήρια από τους άγριους Αγαρηνούς. Παρ' όλα αυτά, η αφοσίωσης του στο Χριστό έμεινε σταθερή και ακλόνητη.
Μετά από μερικές η μέρες, ο Αγαθάγγελος είδε, ότι οι Τούρκοι φύλακες στη φυλακή άρχισαν να του φέρονται με καλύτερο τρόπο. Του δίνανε και έτρωγε καλύτερα και δεν
υπέφερε εκείνα τα φρικτά βασανιστήρια των πρώτων ημερών. Αλλά οι αλλόφυλοι είχαν τον σκοπό τους. Μια η μέρα τον έντυσαν με στολή χρυσοπόρφυρη, του έδωσαν καλό
φαγητό και τον πήγαν στον ηγεμόνα της Σμύρνης. Εκεί τον εδέχθησαν με μεγάλη προσποιητή χαρά και αγαλλίαση. Ο ηγεμόνας του φέρθηκε πρώτα με καλοσύνη και του είπε
να ξαναγυρίσει στην Μωαμεθανική θρησκεία. Ο Μάρτυς όμως παρέμεινε σταθερός εις την πίστη του Χριστού. Μπροστά σε όλα αυτά, ο ηγεμόνας θαύμασε μεν την γενναιότητα
της ψυχής του Όσιου, αλλά και έδωσε διαταγή να τον κλείσουν πάλι στην φυλακή και να τον υποβάλουν στα πιο φρικτά βασανιστήρια.

Και πάλι στο κριτήριο
Πέρασαν είκοσι ημέρες από τότε που μπήκε ο Μάρτυρας στη φυλακή. Οι Χριστιανοί της Σμύρνης έκαναν δέηση εις τον Θεό να ενισχύσει τον όσιο στον αγώνα που ανέλαβε.
Κατά την νύχτα της εικοστής ημέρας ο Όσιος είδε όραμα, ότι θα τον αποκεφάλιζαν το πρωί. Πραγματικά την τετάρτη ώρα οι άγριοι λύκοι ήλθαν να πάρουν τον Μάρτυρα. Ο Άγιος
αποχαιρέτησε τους φυλακισμένους και ξεκίνησε για να φύγει. Τον πήραν, λοιπόν, οι υπηρέτες του ηγεμόνα και τον πήγαν στο δικαστήριο. Ο Τούρκος δικαστής του είπε, ότι
κατηγορείται για κλοπή του πρώην άαφέντου του, του Μαχμέτ Καπετάνιου. Εάν όμως επέστρεφε πίσω αυτά που έκλεψε, θα τον έστελναν στην Ρωσία για να ζήση ελεύθερος.
Τότε ο Όσιος τους απάντησε ως έξης:
—Ο πρώην αφέντης μου λέγει ψέμματα, αλλά και σεις το γνωρίζετε αυτό. Εάν εγώ ήθελα να φύγω στη Ρωσία, δεν θα ερχόμουν σε σας με την θέληση μου.

Ο αποκεφαλισμός του
Κατάλαβε ο Τούρκος Κριτής, ότι η σταθερότητα του Όσιου στην Πίστη του Χριστού είναι βράχος ακλόνητος. Γι' αυτό έδωσε διαταγή να τον σκοτώσουν. Αμέσως, λοιπόν, τον
άρπαξε ο Τούρκικος συρφετός και τον έσυρε στους δρόμους της πόλεως αλυσσοδεμένο και καταξεσχισμένο. Άλλοι τον χτυπούσαν και άλλοι τον έφτυναν. Ο Όσιος όμως είχε τον
νουν του προσηλωμένο στον Ουρανό και νοερώς είχε συνομιλία με τον Ιησού Χριστό. Μετά από το μαρτύριο αυτό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα, τον πήγανε κατά τις 11 π.μ.
στον τόπο, όπου θα απεκεφαλίζετο. Όταν ανέβηκε επάνω στην εξέδρα, έλαμπε το πρόσωπο του από θεία αγαλλίαση. Προτού θανατωθεί, ένας Τούρκος ιερωμένος τον
πλησίασε και του είπε να αλλάξει την πίστη του και έτσι να σώσει την ζωή του. Ο Μάρτυς όμως καθόλου δεν του έδωσε σημασία, αλλά αντιθέτως φώναξε με μεγάλη φωνή
στους δήμιους: -Χτυπάτε!
Εκείνη τη στιγμή, ένας από αυτούς τράβηξε το σπαθί του και με μεγάλη αγριότητα έκοψε το κεφάλι του Αγίου. Τότε, όλα τα πλήθη των Χριστιανών, δόξαζαν τον Θεό, για την
δύναμη, που έδωσε στον ένδοξο Νεομάρτυρα Αυτού. Βούτηξαν ένα μαντήλι εις το αίμα του Αγίου, έσκισαν το μαντήλι και το έκαναν μικρά κομματάκια. Τα μοίρασαν μεταξύ τους
για ευλογία και φυλαχτό.



Το Άγιο λείψανο του
Οι Τούρκοι μπροστά στη συμπεριφορά αυτή των Χριστιανών δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κατάλαβαν, ότι είχαν πια ντροπιασθεί και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Μόνο, έβαλαν φρουρά
στο λείψανο του Αγίου, μήπως έλθουν και το πάρουν οι Χριστιανοί. Την νύχτα εκείνη είδαν οι Τούρκοι ένα τρομερό πράγμα να συμβαίνει με το άγιο λείψανο. Μια μεγάλη ευωδία
έβγαινε από το μέρος, που ήταν πεσμένο, το δε λείψανο μετακινείτο και πάλι ερχόταν στην κανονική του θέση. Φοβήθηκαν πολύ οι Τούρκοι γι' αυτό και ρώτησαν τους
Χριστιανούς να τους πουν τι συμβαίνει. Αυτοί δε είπαν:
—Εσείς αποκεφαλίσατε τον Μάρτυρα, όμως η ψυχή του ζει κοντά στο Χριστό και βλέπει την απάνθρωπη συμπεριφορά σας.
Τότε οι Τούρκοι άφησαν ελευθέρους τους Χριστιανούς να έρχονται να προσκυνούν το άγιο λείψανο. Οι Τούρκοι όμως είχαν παράλογη κακία και φθόνο για την νίκη των
Χριστιανών. Γι' αυτό και το άγιο λείψανο το έσυραν στους δρόμους της Σμύρνης με μεγάλη μανία. Το χτυπούσαν και αλαλάζαν από μίσος προς τους Ορθοδόξους. Το μέρος στο
οποίο ήταν το λείψανο ευωδίαζε όλο. Αλλά και, ω του θαύματος, παρά τα τόσα μαρτύρια το λείψανο έμεινε άθικτο, χωρίς κανένα εξόγκωμα ή πρήξιμο. Την Τετάρτη το πρωί οι
Αγαρηνοί έδωσαν το λείψανο στους Ορθοδόξους. Το μετέφεραν στο Βεζύρ Χαν και το παρέλαβαν οι Χριστιανοί με χαρά μεγάλη. Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο από τους
Τούρκους και το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου Γεωργίου. Εις την Εκκλησία αυτή έψαλλαν την νεκρώσιμο Ακολουθία, που είναι για τους Μάρτυρες. Ακολούθως το ενεταφίασαν
με όλες τις εκκλησιαστικές τιμές εις τον τάφο του Αγίου Δήμου. Και αυτός προ 56 χρόνων μαρτύρησε στην Σμύρνη. Μαρτύρησε λοιπόν ο Μάρτυς το 1818 στην ηρωϊκή Σμύρνη.
Ήταν η 19η Απριλίου και ημέρα Σάββατο. Μαρτύρησε εις ηλικία 19 ετών, επάνω εις το άνθος της ηλικίας του.
Οι Πρόκριτοι της Σμύρνης έστειλαν γράμμα προς τον τότε Πατριάρχη τον Γρηγόριο τον Ε΄ εις το οποίο του εξιστορούσαν λεπτομερώς όλα τα μαρτύρια του Αγίου. Εστάλη επίσης
στους Μοναχούς του Αγίου Όρους μια επιστολή με τα μαρτύρια του Αγίου, καθώς και το άκρον από το δάχτυλο του, που είχε κοπή στην κρίσιμη ώρα της αποκεφαλίσεως.
Το άγιο δε λείψανο όσο καιρό ήταν μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για λαϊκό προσκύνημα, έβγαζε μια ουράνια ευωδία που πλημμύριζε όλο τον Ναό.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων
Έξι μήνες μετά τον ενταφιασμό του ιερού λειψάνου του Αγίου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου άνοιξαν από τα πλάγια τον τάφον του και είδαν ότι το λείψανο είχε λυώσει. Έγινε η
ανακομιδή των οστών του από την Σμύρνη στο Άγιον Όρος στην Μονή του Εσφιγμένου, όπως είχε παραγγείλει. Από τα οστά του έβγαινε μία ωραιοτάτη ευωδία, η οποία
πλημμύριζε όλο το Μοναστήρι. Οι Μοναχοί, αφού έκαναν δέηση προς τον Θεό, τοποθέτησαν τα ιερά οστά πίσω από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας της Μονής και εχαίροντο και
δόξαζαν τον Θεό, που από το Μοναστήρι τους βγήκε ένας τέτοιος ένδοξος αθλητής της Χριστιανοσύνης.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας,
ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος
ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.



πηγή από: http://xristianos.gr/