Προεπισκόπηση

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Λύπη και αθυμία (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός. Όχι, όμως, για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος, αλλά για ν’ αποκομίζουμε απ’ αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα. Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν, όμως, πάθουμε και το παραμικρό κακό από κάποιον, τότε τα χάνουμε, βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.

Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί, αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.

Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία, όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος, αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις, που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.

Αλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού. Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.

Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.

Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Αλλά και με την πέψη των τροφών, τί συμβαίνει; Όταν το στομάχι μας είναι γερό, όσο δύσπεπτο φαγητό κι αν τρώμε, το χωνεύουμε ομαλά, δίχως να ταλαιπωρούμαστε από βαρυστομαχιά, ξυνίλες ή καούρες. Όταν, όμως, το στομάχι μας έχει κάποια βλάβη, και την πιο εύπεπτη τροφή αν του προσφέρουμε, τη δέχεται με δυσκολία, σαν να είναι η πιο βαρειά.

Τί εννοώ με όλα αυτά; Ότι η ψυχή που υποφέρει από λύπη και αθυμία, δεν μπορεί ούτε απ’ όσα της λες να ωφεληθεί ούτε κάτι ωφέλιμο να πει. Όπως ένα πυκνό σύννεφο, που σκεπάζει τον ήλιο, εμποδίζει τις ακτίνες του να φθάσουν στη γη, έτσι και η λύπη, που σαν άλλο σύννεφο σκεπάζει την ψυχή, δεν αφήνει τις ακτίνες της λογικής να την φωτίσουν. Γι’ αυτό ο υπερβολικά λυπημένος άνθρωπος συνήθως είτε παραλογίζεται είτε βυθίζεται σε σιωπή. Μα και οι άλλοι, που τον βλέπουν, προτιμούν κι αυτοί να σωπάσουν. Θυμάστε τους τρεις φίλους του Ιώβ; Όταν τον αντίκρισαν γεμάτο πληγές και καθισμένο πάνω στην κοπριά, ξέσπασαν σε κλάματα και ξέσκισαν τα ρούχα τους. Έπειτα έμειναν μαζί του εφτά μερόνυχτα, αλλά, βλέποντας πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του, κανένας τους δεν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Γνώριζαν καλά, βλέπεις, ότι, γι’ αυτούς που υποφέρουν, τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από την ησυχία και την σιωπή (Ιώβ 2:11-13).

Ας μην αφήνουμε την λύπη, πάντως, να μας κυριεύει τόσο, ώστε να μας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες είτε σε αδιάκριτη εσωστρέφεια. Μας βρήκε ένας πειρασμός, μια δοκιμασία, μια συμφορά; Ο Θεός, που παραχώρησε τον πειρασμό, γνωρίζει και πότε πρέπει να λήξει. Αυτός, ως παντοδύναμος, μπορεί να μας απαλλάξει από κάθε κακό, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, προπαντός όταν μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και επιστρέψουμε κοντά Του.

Είναι, πραγματικά αξιοθαύμαστοι όσοι καίγονται μέσα στο καμίνι των θλίψεων και υπομένουν τη φωτιά με γενναιότητα. Μας θυμίζουν τους άγιους Τρεις Παίδες, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία, που δεν τους άγγιξαν οι φλόγες του καμινιού, όταν ρίχτηκαν εκεί από το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ για την εμμονή τους στη λατρεία του αληθινού Θεού (Δαν. 3:1-33). Ούτε ταράχθηκαν ούτε λιποψύχησαν τα τρία παλικάρια, όταν αποφασίστηκε η θανάτωσή τους με τόσο φρικτό τρόπο. Η πίστη, η αγάπη και η αφοσίωσή τους στον Κύριο ήταν τόσες, ώστε αντιμετώπιζαν με χαρά ακόμα και το μαρτύριο. Μέσα στο καμίνι δεν έκαναν τίποτ’ άλλο παρά να δοξολογούν το όνομα του Θεού. Κι Εκείνος δεν άφησε ούτε μια τρίχα τους να καεί. Έτσι, βγήκαν από τη φωτιά θριαμβευτές και θαυμάζονται μέχρι σήμερα από τους ανθρώπους.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε για όλους τους αγίους. Τους θαυμάζουμε και τους τιμούμε, γιατί όχι μόνο δίχως λύπη, μα και με μεγάλη χαρά αντιμετώπισαν κινδύνους, διώξεις, συκοφαντίες, βασανιστήρια, ακόμα και θάνατο. Χίλιοι πειρασμοί του κύκλωναν, κι αυτοί ήταν ευδιάθετοι. Μύριοι κίνδυνοι τους απειλούσαν, κι αυτοί ήταν γαλήνιοι. Στη σφαγή οδηγούνταν, κι αυτοί ένιωθαν ευφροσύνη. Ό,τι για τους κοινούς ανθρώπους είναι το μεγαλύτερο κακό, δηλαδή η απώλεια της ζωής, γι’ αυτούς ήταν η υπέρτατη ευλογία. Γιατί γνώριζαν πως ο θάνατος για τους πιστούς δούλους του Κυρίου δεν είναι παρά λύτρωση από τα βάσανα της πρόσκαιρης ζωής και μετάβαση στην αιωνιότητα της πάντερπνης ουράνιας βασιλείας. Γνώριζαν, όμως, επίσης πως ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν πρέπει, σώζει θαυματουργικά και από τον σωματικό ακόμα θάνατο όσους σταθερά ελπίζουν σ’ Αυτόν και ακλόνητα πιστεύουν στην πρόνοιά Του.

Θυμηθείτε τι έγινε κατά τη μεταγωγή του αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Ενώ το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν αυτός και οι συνοδοί του στρατιώτες, έπλεε κοντά στις ακτές της Κρήτης, ξέσπασε σφοδρή θαλασσοταραχή. Η κακοκαιρία συνεχίστηκε για μέρες τόσο άγρια, που κάθε ελπίδα σωτηρίας των ταξιδιωτών χάθηκε. Και τότε ο Παύλος, αφού κάλεσε κοντά του το πλήρωμα και τους επιβάτες, τους είπε:

«… Σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας, γιατί, εκτός από το πλοίο, που θα βουλιάξει, κανένας σας δε θα χάσει τη ζωή του. Την περασμένη νύχτα μου φανερώθηκε άγγελος του Θεού, στον οποίο ανήκω και τον οποίο λατρεύω και μου είπε : “Μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει, σύμφωνα  με το σχέδιο της θείας πρόνοιας, να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Για χάρη σου, λοιπόν, ο Θεός θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο”» (Πραξ. 27: 22-24).Τον Παύλο, τον εκλεκτό του Χριστού και διδάσκαλο της οικουμένης, που τόσο σκληρά ταλαιπωρήθηκε αλλά και τόσο θαυμαστά ευεργετήθηκε, ας έχουμε πάντα στο νου μας. Γιατί είναι πολύ ωφέλιμη η ενθύμηση των ευεργεσιών του Θεού στους ανθρώπους. Όπως, όταν θυμηθούμε τα καλά που μας έκανε κάποιος φίλος μας, η αγάπη μας σ’ αυτόν γίνεται θερμότερη, έτσι και όταν σκεφτούμε από πόσους κινδύνους μας γλύτωσε ο Θεός, η ευλάβειά μας στο πανάγιο Πρόσωπό Του γίνεται βαθύτερη, ο αγώνας μας για την ευαρέστησή Του εντονότερος, η προθυμία μας για την απόκτηση της αρετής μεγαλύτερη.

Πόσες και πόσες δοκιμασίες, λοιπόν, δεν πέρασε ο Παύλος! Τις αναφέρει ο ίδιος συνοπτικά, γράφοντας στους Κορίνθιους: «Φυλακίστηκα πολλές φορές, χτυπήθηκα με αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από τους Ιουδαίους με τριάντα εννέα μαστιγώματα. Τρεις φορές ραβδίστηκα. Μια φορά πετροβολήθηκα. Τρεις φορές ναυάγησα κι ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες. Διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια. Κινδύνεψα από ληστές. Κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους. Κινδύνεψα από τους ειδωλολάτρες. Κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κοπίασα και εμόχθησα πολύ. Πολλές φορές ξαγρύπνησα, πείνασα, δίψασα. Πολλές φορές μου έλειψε ολότελα το φαγητό. Ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα, είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου…» ( Β΄ Κορ. 11:23-28).

Ακούτε τι τράβηξε ο μακάριος απόστολος για το κήρυγμα του Ευαγγελίου; Έφτανε ένα μόνο κακό απ’ όλα αυτά, για να καταθλίψει, να συνταράξει, να συντρίψει την ψυχή του. Και όμως, κανένα δικό του ατύχημα, καμιά δική του περιπέτεια δεν τον στενοχώρησε, δεν τον αποκάρδιζε, δεν τον λυπούσε. Τί τον λυπούσε μόνο; Το γράφει ο ίδιος: «Ποιός από τους χριστιανούς είναι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά, και δεν υποφέρω κι εγώ μαζί του; Ποιός πέφτει στην αμαρτία, και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι του πόνου;» (Β΄ Κορ. 11: 29). Για τα δικά του παθήματα όχι μόνο δεν νοιαζόταν, αλλά και καυχιόταν – «αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου», έλεγε (Β΄Κορ. 11:30). Για τους αδελφούς του χριστιανούς, όμως, και νοιαζόταν και λυπόταν, όταν μάθαινε πως δεν ήταν καλά ή λύγιζαν σε πειρασμό. Τότε, όπως έλεγε, καιγόταν κι αυτός στο καμίνι του πόνου. Και επειδή ποτέ δεν έλειπαν από την Εκκλησία εκείνοι που είχαν το ένα ή το άλλο πρόβλημα, ποτέ δεν έσβηνε κι από την ψυχή του Παύλου η φλόγα της οδύνης, που τον έκαιγε. Και ο πόνος του γινόταν ακόμα μεγαλύτερος, όταν έβλεπε τους Ιουδαίους να εμμένουν στην απιστία τους. Έφτανε στο σημείο να λέει: «Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ αιώνια από τον Χριστό, φτάνει να πήγαιναν κοντά Του οι ομοεθνείς αδελφοί μου, οι απόγονοι του Ισραήλ» (Ρωμ. 9:3-4). Θα προτιμούσε, μ’ άλλα λόγια, να πέσει στη φωτιά της κολάσεως, παρά να βλέπει τους Εβραίους να μένουν στην απιστία. Και αν ήταν πρόθυμος να κολαστεί για τη σωτηρία των αδελφών του, είναι φανερό πως, αφού δεν κατόρθωνε να τους οδηγήσει στο Χριστό, δοκίμαζε θλίψη μεγαλύτερη απ’ όση θα δοκιμάζουν οι κολασμένοι.

Ας θυμηθούμε, όμως, κι άλλο ένα περιστατικό από τη ζωή του αποστόλου Παύλου. Τον βασάνιζε μια χρόνια ασθένεια. Τρεις φορές παρακάλεσε τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Μα η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου» (Β΄ Κορ. 12:9). Γιατί, αλήθεια, η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία; Επειδή, όταν ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορεί να κατορθώσει σπουδαία πράγματα, με την ενίσχυση του Θεού μπορεί να επιτελέσει έργα μεγάλα και θαυμαστά:  Να αναστήσει νεκρούς, να θεραπεύσει τυφλούς, να καθαρίσει λεπρούς, να κάνει θαύματα πολλά και εξαίσια. Ας μη ζητάει, όμως, και την απαλλαγή από τους κινδύνους, από το φόβο, από τις ασθένειες. Όλα αυτά τα παραχωρεί ο Θεός, για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος.

Μήπως, πάλι, πονάει και υποφέρει ψυχικά, επειδή πολλοί είναι εκείνοι που τον επιβουλεύονται, τον καταδιώκουν, τον χτυπούν; Ας μη νομίσει πως τα παθήματά του οφείλονται σε αδυναμία του Θεού. Γιατί αυτά ακριβώς είναι που αποδεικνύουν τη δύναμή Του: Το να καταδιώκεται κανείς και να καταβάλλει τους διώκτες του∙ το να βασανίζεται και ν’ αποδεικνύεται πιο ισχυρός από τους βασανιστές του∙ το να φυλακίζεται και να μεταστρέφει τους δεσμοφύλακές του∙ το να χλευάζεται και να συγχωρεί, όπως ο Χριστός, τους χλευαστές του.

Γνωρίζω, βέβαια, πόσο φοβερή και δυσβάσταχτη είναι η χλεύη, η κοροϊδία, η συκοφαντία, η κάθε λογής κακολογία. Όταν, μάλιστα, μας κατηγορεί και μας βρίζει άνθρωπος που τον έχουμε ευεργετήσει, τότε η προσβολή γίνεται ανυπόφορη∙ τότε, αν μας λείπουν η ταπείνωση και η μακροθυμία, μπορεί να πνιγούμε από τη λύπη και την οδύνη.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ας μη νοιαζόμαστε για το αν μας κατηγορούν κάποιοι, αλλά για το αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα. Αν, λοιπόν, δικαιολογημένα μας κατηγορούν, πρέπει να κλαίμε και να μετανοούμε. Αν, πάλι, μας κατηγορούν άδικα, πρέπει εκείνους να κλαίμε και τους εαυτούς μας να μακαρίζουμε, φέροντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία» (Ματθ. 5:11). Όχι λύπη και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση ας αισθανόμαστε τότε, γιατί η ανταμοιβή μας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη.


(Απόσπασμα από το βιβλίο «Θέματα ζωής. Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου», σελ. 85-93. Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού)


Πηγή από: http://www.alopsis.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

Λόγοι εις Ευτρόπιον (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Πρόλογος

Οι δύο λόγοι «Εις Ευτρόπιον» του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (354-407) είναι αναμφισβήτητα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα τόσο της ρητορικής δεινότητος όσο και της ποιμαντικής δεξιοτεχνίας τού μεγάλου ιεράρχη.
Αλλά ποιός ήταν ο Ευτρόπιος; Ένας ευφυής και πανούργος αυλικός, που είχε κατορθώσει με τέχνασμα να δώσει ως σύζυγο στον τότε αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) την Ευδοξία, πανέμορφη κόρη στρατιωτικού. Κερδίζοντας έτσι την εύνοια της νεαρής αυτοκράτειρας, αναρριχήθηκε στην εξουσία και σύντομα έγινε πρωθυπουργός. Πανίσχυρος και ασύδοτος καθώς ήταν, χρησιμοποιούσε αδίσταχτα κάθε μέσο για να ικανοποιεί την αχαλίνωτη φιλοδοξία και την ακόρεστη πλεονεξία του. Ο λαός τον μισούσε και ο ιερός Χρυσόστομος ασκούσε δριμύτατο έλεγχο των παρανομιών και των εγκλημάτων του.
Ένα από τα μέτρα που είχε πάρει ο Ευτρόπιος για την εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων ήταν και η κατάργηση του ασύλου των ναών. Οι οδυνηρές συνέπειες όμως αυτού του μέτρου τι τραγική ειρωνεία!-έπληξαν πρώτα τον ίδιο. Γιατί σύ­ντομα τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Το 399, αφού το ποτήρι της λαϊκής αγανακτήσεως ξεχείλισε, ο Αρκάδιος, με αποφασιστική επέμ­βαση του στρατού, αποφάσισε την καθαίρεση του άνομου πρωθυπουργού, που εγκαταλείφθηκε αμέ­σως απ’ όλους. Κυνηγημένος από τον μανιασμένο όχλο, που διψούσε για εκδίκηση, και βλέποντας να κινδυνεύει άμεσα η ζωή του, κατέφυγε στο ναό των Αγίων Αποστόλων και γαντζώθηκε έντρομος στην αγία Τράπεζα.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης, αφού με παρέμβασή του στον αυτοκράτορα εξασφάλισε το δικαίωμα της ασυλίας, ανέβηκε στον άμβωνα του ναού και εκ­φώνησε τον πρώτο «Εις Ευτρόπιον» λόγο του, με τον οποίο κατόρθωσε να τιθασεύσει την παραφορά τού λαού και να σώσει τη ζωή τού έκπτωτου αξιωματούχου.
Λίγες μέρες αργότερα ο Ευτρόπιος προσπάθησε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Το πλήθος τον αναγνώρισε και τον συνέλαβε. Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό το γεγονός, ο άγιος ιεράρχης εκφώνησε τον δεύτερο «Εις Ευτρόπιον» λόγο του.
Τα αποσπάσματα των δύο λόγων που ακολου­θούν σε ελεύθερη απόδοση επικεντρώνονται σε τρία θέματα: α) την ακατάβλητη δύναμη της Εκ­κλησίας, που είναι το ασφαλές καταφύγιο όλων, β) τη ματαιότητα της παρούσης ζωής και γ) το πνεύ­μα της αγωνιστικότητος και αυτοθυσίας που πρέ­πει να διακρίνει τον επίσκοπο σε κάθε εκκλησιαστικό ζήτημα, έστω και δευτερεύον.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


«Εις Ευτρόπιον»

Λόγος Α΄



ΠΑΝΤΟΤΕ, μα ιδιαίτερα τώρα, είναι κατάλληλη η στιγμή για να πούμε: «Όλα είναι μάταια, ματαιότητα και πάλι ματαιότητα» (Εκκλ. 1:2).
Πού τώρα η λαμπρή αρχοντική στολή; Πού οι κρότοι και οι χοροί και οι συγκεντρώσεις; Πού οι επευφημίες στα ιπποδρόμια και οι κολακείες των θεατών; Όλα έφυγαν. Φύσηξε ξαφνικά αέρας, έρι­ξε τα φύλλα κι έδειξε το δέντρο γυμνό, να σαλεύ­εται σύγκορμο και να κινδυνεύει να ξεριζωθεί.
Πού τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Πού τα γλέντια; Πού η συμμορία των παρασίτων; Πού τα καλύτερα κρασιά, που χύνονταν ολοήμερα, και οι ποικίλες τέ­χνες των μαγείρων; Πού οι γλυκόλογοι κι εξυπηρετικοί δουλόφρονες;
Νύχτα ήταν όλα κι όνειρο. Και μόλις ξημέρωσε, εξαφανίστηκαν. Ανθη ήταν εαρινά και μαράθηκαν. Σκιά ήταν και πέρασε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Σαπουνόφουσκα ήταν κι έσκασε. Αράχνη ήταν κι έσπασε. Να γιατί πάντα καταλήγουμε στο συμπέ­ρασμα: «Όλα είναι μάταια, ματαιότητα και πάλι ματαιότητα».
Δεν σου έλεγα συχνά-πυκνά, Ευτρόπιε, πως εί­ναι δραπέτης ο πλούτος; Εσύ όμως δεν με ανεχό­σουν. Δεν σου έλεγα πως είναι αχάριστος δούλος; Να που το απέδειξαν τα πράγματα.
Όταν εσύ μου έκανες επανειλημμένες παρατη­ρήσεις, επειδή έλεγα την αλήθεια, δεν σε βεβαίωνα πως σ’ αγαπούσα περισσότερο από τους κόλα­κες; Αν υπέφερες τα δήθεν τραύματά μου, δεν θα σου προκαλούσαν τα προσποιητά φιλήματα εκείνων τούτον τον όλεθρο. Οι πληγές από μένα προ­ξενούν υγεία, ενώ τα δικά τους φιλήματα σου χάλ­κεψαν αρρώστια ανίατη.
Πού είναι τώρα οι κεραστές σου; Πού όσοι σου έπλεκαν μύρια εγκώμια; Χάθηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, κοιτάζουν να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους.
Αλλά δεν φερνόμαστε έτσι εμείς. Δεν σ’ εγκαταλείπαμε, όταν θύμωνες. Και τώρα που έπεσες, σε περιμαζεύουμε και σε συντρέχουμε.
Η Εκκλησία, που την πολέμησες, άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχτηκε. Αντίθετα, τα θέατρα που υποστήριζες, αυτά που για χάρη τους αγανακτούσες και τά ’βαζες μαζί μας, σε πρόδωσαν και σε καταβαράθρωσαν. Εμείς ποτέ δεν πάψαμε να σε προειδοποιούμε: “Τί κάνεις; Έτσι που πολεμάς την Εκκλησία, βαδίζεις στην καταστροφή!”. Μα δεν έδινες σημασία... Και οι μεν ιπποδρομίες εξανέμισαν τον πλούτο σου και ακόνισαν το ξίφος εναντίον σου· η Εκκλησία όμως, που γνώρισε την άδικη μα­νία σου, βάζει τώρα τα στήθη της για να σε αποσπάσει από τα δίχτυα τού θανάτου.
Τα λέω τούτα όχι για να ριχτώ πάνω στον πε­σμένο, αλλά για ν’ ασφαλίσω τους όρθιους. Όχι για να ξύσω τις πληγές του τραυματισμένου, αλλά για να διατηρήσω άτρωτους τους άλλους. Δεν κα­ταποντίζω αυτόν που θαλασσοδέρνεται, αλλά εκπαιδεύω όσους τώρα πλέουν με ούριο άνεμο, ώ­στε σε ώρα τρικυμίας να μην τους καταπιεί το νε­ρό.
Ας έχουμε πάντοτε στο νου μας, πόσο ευμετά­βλητα είναι τ’ ανθρώπινα. Αν αυτός φοβόταν με­ταβολή, δεν θα πάθαινε μεταβολή. Τ’ ανθρώπινα είναι μηδαμινότερα κι από το μηδέν. Γιατί ποιός, αλήθεια, ήταν ανώτερός του; Δεν ήταν αυτός ο πλουσιότερος της οικουμένης; Δεν ήταν ο πιο ισχυρός από τους ισχυρούς; Δεν τον έτρεμαν όλοι; Ωστόσο, να που έγινε αθλιότερος κι από τους φυ­λακισμένους κι από τους δούλους κι από τους φτωχούς που πεινάνε, γιατί απειλείται με σπαθιά κοφτερά, με δήμιους, με εκτέλεση. Ούτε καν θυμάται την προηγούμενη κατάσταση της ευτυχίας. Βρίσκεται μέσα σε πυκνό σκοτάδι, μέρα μεση­μέρι. Όσο και να προσπαθήσουμε, δεν θα καταφέ­ρουμε να παραστήσουμε το πόσο βασανίζεται, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή τον θάνατο...
Τί χρειάζονται τα δικά μου λόγια, αφού ο ίδιος μας τα παρουσιάζει ζωντανά; Από χθες, που πή­γαν να τον συλλάβουν και πρόστρεξε στ’ Αγια, έχει μορφή απολιθωμένου απ’ τον φόβο, πρόσω­πο νεκρού, φωνή σπασμένη. Τρέμει σύγκορμος. Τα δόντια του χτυπούν από την αγωνία.
Αυτά τα λέω όχι για να τον χλευάσω, επαναλαμβάνω, αλλά για να σας γαληνέψω και να δείξε­τε επιείκεια. Αρκετές ήταν, σαν τιμωρία του, οι συμφορές που τον βρήκαν ως τώρα.
Πολλοί απάνθρωποι μας κατηγορούν, γιατί τον δεχτήκαμε μέσα στο ιερό Βήμα. Περιγράφω την κα­τάντια του για να τους μαλάξω την αστοργία. Αγανακτούν, επειδή κατέφυγε στην Εκκλησία αυτός, που την πολέμησε ακατάπαυστα.
Μα γι’ αυτό ακριβώς να δοξάζουμε τον Θεό! Τον έφερε σε τέτοια ανάγκη, ώστε έμαθε και τη δύναμή της και τη φιλανθρωπία της! Έμαθε τη δύ­ναμή της, γιατί έμεινε αήττητη στον πόλεμο που της κήρυξε, ενώ αφανίστηκε εκείνος. Έμαθε και τη φιλανθρωπία της, γιατί, μολονότι την αντιμετώπι­σε άδικα και σκληρά, αυτή έγινε τώρα ασπίδα και τον καλύπτει. Τον ασφαλίζει κάτω απ’ τις φτερούγες της και τον ζεσταίνει μέσα στην αγκάλη της. Δεν του κρατάει κακία. Τούτο είναι το λαμπρό­τερο τρόπαιο, η περιφανέστερη νίκη. Έπιασε αιχμάλωτο τον εχθρό και τον σπλαχνίζεται, τη στιγμή που όλοι τον εγκατέλειψαν έρημο. Σαν μά­να τρυφερή τον έκρυψε μέσα στα ρούχα της, μην υπολογίζοντας τον βασιλικό θυμό και τη λαϊκή οργή. Τούτο είναι το στολίδι που κοσμεί την αγία Τράπεζα.
«Τί στολίδι μας λες;», διαμαρτύρεσθε. «Τον ασεβή και πλεονέκτη και άρπαγα ν’ ακουμπάει στο Θυ­σιαστήριο;». Μην ξεστομίζετε τέτοια λόγια, παρα­καλώ, γιατί και η πόρνη ακούμπησε τα πόδια τού Ιησού. Και τούτο όχι μόνο δεν ήταν έγκλημα ενα­ντίον Του, αλλά θαύμα και ύμνος μεγάλος. Γιατί δεν έβλαψε τον καθαρό η ακάθαρτη. Απεναντίας, την ακόλαστη και μυσαρή τη μετέβαλε σε καθαρή ο άσπιλος και άμωμος. Μη μνησικακείτε, άνθρωποί μου. Είμαστε δούλοι Εκείνου που, ενώ σταυρωνό­ταν, έλεγε: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23:34).
“Μα αυτός”, λέτε, “κατάργησε το άσυλο με νό­μο”. Ναι, αλλά να που πρώτος έλυσε τον νόμο, κι έγινε θέαμα της οικουμένης! Χωρίς ν' αρθρώσει λέ­ξη, φωνάζει σ’ όλους: "Μην κάνετε ό,τι έκανα, για να μην πάθετε ό,τι έπαθα!”. Έγινε έτσι δάσκαλος με τη δική του συμφορά...


Λάμπει εξαίσια το Θυσιαστήριο, έχοντας δεμένο το λιοντάρι. Κι εσείς, που προστρέξατε, είσαστε μάρτυρες ότι δεν υπερβάλλω στα λόγια.
Λαμπρή σήμερα η συγκέντρωση. Μόνο το Πά­σχα είδα τόσο κόσμο! Η σιωπή του σας συγκάλεσε σαν βροντόφωνη σάλπιγγα. Οι γυναίκες αφήσατε τα σπίτια. Οι άνδρες αφήσατε την αγορά. Όλοι τρέξατε ν’ αντικρύσετε γυμνή τη μηδαμινότητα των ανθρώπινων πραγμάτων.
Και η πορνική όψη, που μέχρι χθες ακτινοβολούσε φαιδρή, άλλαξε σήμερα, σαν να της σφούγ­γισε η μεταβολή τα καλλυντικά. Έτσι γίνεται με τους πλεονέκτες: Ευημερούν πρόσκαιρα, και μετά υποφέρουν θλίψη αβάσταχτη.
Τι μεγάλη δύναμη έχει η δυστυχία αυτή! Τον επι­σημότερο και μακαριότερο απ’ όλους, τον έκανε να φαίνεται ελεεινότερος απ’ όλους.
Αν μπει πλούσιος εδώ, κερδίζει πολλά. Διαπι­στώνει πως έχει πέσει από τόσο ύψος εκείνος, που ως τώρα έσειε την οικουμένη· πως είναι πιο συμμαζεμένος και δειλός από λαγό και βάτραχο· πως είναι καρφωμένος χωρίς δεσμά σε τούτο το κολονάκι, και αντί γι’ αλυσίδα περισφίγγεται από τον φόβο. Με όλ' αυτά υποχωρεί η φλεγμονή της απληστίας και πέφτει ο αέρας του πλούσιου, που, φιλοσοφώντας για τα επίγεια, φεύγει, αφού μάθει στην πράξη ό,τι διακηρύσσει η Γραφή: «Κάθε άν­θρωπος είναι σαν το χορτάρι, και η δόξα του φευ­γαλέα σαν το αγριολούλουδο· το χορτάρι ξεραίνε­ται κι ο ανθός μαραίνεται και πέφτει» (Ησ. 40:6-7). Επίσης, «Οι μέρες του χάθηκαν σαν καπνός» (Ψαλμ. 101:4) και πολλά άλλα.
Ο φτωχός πάλι, μπαίνοντας και αντικρύζοντας το θέαμα, δεν λυπάται πια τον εαυτό του. Αντίθε­τα, καλοτυχίζει τη φτώχεια, γιατί του είναι άσυλο και λιμάνι γαλήνιο και τείχος ασφαλές. Προτιμάει να μείνει στην κατάστασή του, παρά ν’ απολαύσει για λίγο τα πάντα και υστέρα να διακινδυνεύσει και τη ζωή του ακόμα.
Βλέπετε ότι δεν πήγε άδικα η συγκέντρωσή μας εδώ, αλλά έγινε αιτία μεγάλου κέρδους και σε πλούσιους και σε φτωχούς, και σε άσημους και σε επίσημους, και σε δούλους και σε ελεύθερους;
Βλέπετε ότι καθένας φεύγει αποκομίζοντας φάρμακα, και θεραπεύεται από το θέαμα τούτο και μόνο;


Αραγε σας κατεύνασα το πάθος; Έδιωξα την οργή; Έσβησα την απανθρωπιά; Σας έφερα σε συμπάθεια;
Το πιστεύω. Το δείχνουν τα πρόσωπά σας και οι πηγές των δακρύων!
Αφού λοιπόν οι πέτρινες καρδιές σας μεταβλή­θηκαν σε εύφορο αγρό, ελάτε τώρα να βλαστήσουμε καρπό ευσπλαχνίας, να επιδείξουμε στάχυ μεστωμένο από αγαθοσύνη. Ας πάμε όλοι μαζί στον καλό μας αυτοκράτορα. Ας πάμε για χάρη τής Εκκλησίας, για χάρη του θυσιαστηρίου, παρακαλώντας τον να χαρίσει έναν άνδρα στην αγία Τράπεζα. Και αυτός θα το αποδεχθεί και ο Θεός θα το επαινέσει. Ήδη, βέβαια, έχει καταπραϋνθεί ο θυμός του και, παρά την εκδικητική απαίτηση του εξαγριωμένου στρατού, αυτός τον έχει συγχωρή­σει σαν άνθρωπο.
Ο βασιλιάς τον σπλαχνίστηκε. Κι ενώ προσβλή­θηκε, δεν μνησικάκησε. Εσείς, που δεν πάθατε τί­ποτα, πώς δείξατε τέτοιο μίσος;
Πώς, όταν λυθεί όλη αυτή η παράσταση, θα πλησιάσετε στα ιερά Μυστήρια και θα πείτε την προσευχή, «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», χωρίς να τον έχετε συγχωρήσει;
Εντάξει. Αδίκησε πολύ. Δεν διαφωνώ. Μα τώρα είναι καιρός όχι δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι καταδίκης, αλλά συμπάθειας.
Ας μη δυσφορεί κανείς. Μάλλον ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο Θεό να του δώσει παράταση ζωής, ώστε να μετανοήσει και να ξεπλυθεί από τις αμαρτίες του.
Έτσι, με την πράξη μας αυτή, και τα δικά μας πλημμελήματα θα σβήσουμε και την Εκκλησία θα τιμήσουμε. Μα κι η οικουμένη θα θαυμάσει και θα διακηρύξει τη φιλανθρωπία τής πόλης μας.
Για να καρπωθούμε λοιπόν τόσα αγαθά, ας σώ­σουμε τον ικέτη.






Λόγος Β'



Πολιορκήθηκε η Εκκλησία πριν από λίγες μέρες. Ήρθαν στρατιώτες σε παράταξη, που έβγαζαν φωτιές από τα μάτια. Γυμνώθηκαν ξίφη, μα κανείς δεν μάτωσε. Τα ανάκτορα ήταν σε κατάσταση αγωνίας, μα η Εκκλησία σε κατάσταση ασφάλειας. Στεκόμασταν χωρίς να φοβόμαστε την παραφορά τού στρατού, που ζητούσε τον δραπέτη. Γιατί, τέ­λος πάντων, είχαμε σίγουρο ενέχυρο το «Οι δυ­νάμεις τού άδη δεν θα την κατανικήσουν» (Ματθ. 16:18).
Όταν καταφεύγεις στην Εκκλησία, δεν κατα­φεύγεις σε τόπο. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι οι τοίχοι και η σκεπή, αλλά η πίστη και ο βίος, το δόγμα και το ήθος.
Τίποτα δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου αναφέρεις όπλα και τείχη. Γιατί τα τείχη με τον και­ρό παλιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δεν γερνάει. Τα τείχη τα γκρεμίζουν οι βάρβαροι, την Εκκλησία ωστόσο ούτε οι δαίμονες δεν τη νικούν.
Και ότι δεν είναι κούφια κομπορρημοσύνη τα λό­για μου, το μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι και πόσοι δεν πολέμησαν την Εκκλησία! Όλοι τους χά­θηκαν, αυτή όμως υψώθηκε πάνω από τους ουρανούς! Τέτοιο μέγεθος και τέτοιαν ιδιότητα έχει η Εκκλησία: Όταν πολεμείται, νικά· όταν υπονομεύεται, δυναμώνει· όταν συκοφαντείται, γίνεται λα­μπρότερη. Δέχεται τραύματα, μα δεν πέφτει κάτω από τις πληγές· κλυδωνίζεται, μα δεν καταποντίζεται· χειμάζεται, μα δεν ναυαγεί· παλεύει, μα δεν καταβάλλεται· πυγμαχεί, μα δεν νικιέται.
Γιατί παραχωρήθηκε ο πόλεμος; Για να παρου­σιαστεί εξαίσιο το τρόπαιο! Ήσασταν παρόντες εκείνη την ημέρα και βλέπατε πόσα όπλα κραδαίνονταν. Η εξαλλοσύνη των στρατιωτικών είχε φουντώσει σαν φωτιά, κι εμείς τρέχαμε στη βασι­λική αυλή.
Αλλά τί έγινε; Με τη χάρη του Θεού, τίποτα δεν μας έκανε να δειλιάσουμε.
Τα λέω τούτα, για να μεταγγίσω και σ’ εσάς τόλμη και θάρρος. Πώς εμείς δεν δειλιάσαμε; Απλούστατα, γιατί δεν φοβηθήκαμε κανένα από τα τότε δεινά. Αλλωστε τί είναι δεινό; Ο θάνατος; Κά­θε άλλο, αφού γρήγορα καταπλέουμε στο ακύμαντο λιμάνι τ’ ουρανού. Οι δημεύσεις; «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρί­σω πίσω στη μάνα γη» (Ιώβ 1:21). Οι εξορίες; «Στον Κύριο ανήκει η γη και ό,τι τη γεμίζει» (Ψαλμ. 23:1). Οι συκοφαντίες; «Να αισθάνεσθε χαρά και αγαλλίαση, όταν σας κακολογήσουν με κάθε ψεύ­τικη κατηγορία, γιατί θ’ ανταμειφθείτε με το παραπάνω στους ουρανούς» (πρβλ. Ματθ. 5:11-12).
Ατένιζα τα σπαθιά, και τον ουρανό συλλογιζό­μουν. Περίμενα τον θάνατο, και την ανάσταση σκε­φτόμουν. Έβλεπα τα επίγεια παθήματα, και αριθμούσα τα επουράνια βραβεία. Αντίκρυζα τις επιβουλές, και είχα στο νου μου το αμαράντινο στε­φάνι. Γιατί ο σκοπός τού αγώνα μου ήταν αρκετός να με παρηγορήσει.
Πρόστρεχα στις αρχές, αλλ’ αυτό δεν ήταν για μένα προσβολή και ξεπεσμός. Ξεπεσμός ένα μόνο είναι: η αμαρτία! Κι αν ακόμα όλος ο κόσμος σε προσβάλει, εφόσον εσύ δεν προσβάλεις τον εαυτό σου, δεν έχεις προσβληθεί. Μια και μόνη προδοσία υπάρχει: η προδοσία της συνειδήσεως! Μην προδώσεις εσύ τη συνείδησή σου, και κανείς δεν θα σε προδώσει.


Πέρασε η νύχτα και φάνηκε η μέρα. Ελέγχθηκε η σκιά και παρουσιάστηκε η αλήθεια. Διδαχή ήταν τα γεγονότα. Και έλεγα ενδόμυχα: “Αραγε θα μεί­νουν σωφρονισμένοι, ή θα περάσουν δυο εικοσιτε­τράωρα και θα ξεχάσουν τα πάντα;”. Πάλι τα ίδια και τα ίδια να λέω; Ποιό το κέρδος; Μα ναι! Πολύ κέρδος! Κι αν δεν με ακούσουν όλοι, θα με ακούσουν οι μισοί· κι αν όχι οι μισοί, το ένα τρίτο· ή έστω το τέταρτο· ή έστω δέκα· ή έστω πέντε· ή έστω ένας. Κι αν ούτ’ ένας, εγώ τον μισθό μου τον έχω!
Λοιπόν, «το χορτάρι ξεραίνεται κι ο ανθός μαραί­νεται και πέφτει, μα ο λόγος τού Θεού μας μένει αιώνια» (Ησ. 40:7). Είδατε την ποταπότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. Όταν οι λόγχες κινού­νταν απειλητικά, όταν η πόλη καιγόταν, όταν δεν ίσχυε ούτε το βασιλικό στέμμα, όταν η βασιλική πορφύρα ταπεινωνόταν, όταν όλα βρίσκονταν σε αναβρασμό, πού ήταν τότε οι δούλοι και πού οι φί­λοι τού Ευτρόπιου; Όλοι είχαν εξαφανιστεί!... Τα προσωπεία άλλαζαν. Πού ήταν ο πλούτος του; Κι αυτός είχε δραπετεύσει! Ναι, ο προκομμένος ο πλούτος τα μηχανεύεται όλα, και πάνω στην ανάγκη φεύγει...
Πολλοί με κατηγορούν: “Έγινες φόρτωμα στους πλουσίους". Μα αφού εκείνοι έγιναν φόρτωμα στους φτωχούς! Εγώ έγινα ενοχλητικός όχι σε όλους τους πλουσίους, αλλά σε όσους αποκτούν και χρησιμοποιούν τα χρήματα με τρόπο κακό. Ακατάπαυστα διαλαλώ, ότι δεν τα βάζω με τον πλούσιο, αλλά με τον πλεονέκτη και τον άρπαγα. Και οι εύποροι παιδιά μου, και οι άποροι παιδιά μου· και τους πρώτους και τους δεύτερους μήτρα μ' ωδίνες τούς γέννησε. Θέλεις να με λιθοβολήσεις; Είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου, μόνο και μόνο για να παρεμποδίσω την αμαρτία σου.
Δεν φοβάμαι επιβουλή. Ένα μονάχα φοβάμαι: την αμαρτία. Κανείς να μη με πιάσει ν' αμαρτάνω, κι ας με αντιμάχονται τα πέρατα της γης. Θέλω να εκπαιδεύσω κι εσάς, για να σκέφτεστε όμοια. Μη φοβηθείτε δυσμένεια άρχοντα. Να φοβάστε όμως τη δύναμη της αμαρτίας. Αν δεν έχεις αμαρτία, ο Κύριος σε αρπάζει και σε σώζει μέσα από μύρια εχθρικά όπλα! Αν όμως έχεις αμαρτία, και μέσα στον παράδεισο να είσαι, πέφτεις. Στον παράδει­σο ήταν ο Αδάμ κι έπεσε - στην κοπριά ο Ιώβ και στεφανώθηκε. Τί ωφέλησε τον πρώτο ο παράδει­σος; Ή τί έβλαψε τον δεύτερο η κοπριά;
Ποτέ μη μακαρίζετε τον αμαρτωλό. Να μακαρί­ζετε τον δίκαιο. Πού είναι τόσοι μεγάλοι και τρανοί; Περαστικοί ήταν κι έφυγαν. Δεν τους έτρεμαν οι αξιωματούχοι; Δεν ταπεινώνονταν όλοι μπροστά τους; Ήρθε όμως η αμαρτία, και όλα φανερώθη­καν κι ελέγχθηκαν.
Δεν βλέπετε τον Ευτρόπιο; Οι δουλόφρονες έγιναν δικαστές του κι οι κόλακες δήμιοι! Εκείνοι που φιλούσαν κάποτε τα χέρια του, επιχειρούσαν τώ­ρα πρώτοι να τον σύρουν έξω απ’ τον ναό! Χθες δουλικός, σήμερα εχθρός! Χθες επαινέτης, σήμερα κατήγορος! Χθες τον αποκαλούσες σωτήρα κι ευεργέτη, σήμερα τον στιγματίζεις! Και όλ’ αυτά γιατί χθες δεν ενεργούσες με ειλικρίνεια. Τι μεταστροφή! Τι μεταπήδηση στην αντίπερα όχθη!
Αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος. Αν και μ' επιβου­λευόταν, έγινα προστάτης του. Αναρίθμητα δεινά έπαθα και δεν τ’ ανταπέδωσα, γιατί μιμούμαι τον Κύριό μου Χριστό.
Τόσες ανακατατάξεις έγιναν από τότε που ήρθα στην πόλη, και κανείς δεν σωφρονίζεται. Όταν λέω κανείς, δεν κατηγορώ όλους -μη γένοιτο! Δεν είναι δυνατό τούτα τα εύφορα χώματα να δε­χθούν σπέρματα και να μη βγάλουν στάχυα. Εγώ όμως είμαι αχόρταγος! Δεν θέλω να σωθούν λίγοι, αλλά όλοι! Κι αν ένας μόνο χαθεί, θα χαθώ κι εγώ!
Εμπρός! Μη στέκεσαι μακριά από την Εκκλη­σία! Τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την Εκκλη­σία! Η ελπίδα σου η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία! Είναι υψηλότερη από τον ουρανό, είναι πλατύτερη από τη γη! Ποτέ δεν γερνάει, πάντοτε ακμάζει.
Η Γραφή την αποκαλεί βουνό, για να δηλώσει την ασάλευτη στερρότητά της· παρθένο, για την αφθορία της· βασίλισσα, για τη μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, για τη συγγένεια με τον Θεό· στεί­ρα που γέννησε εφτά, για την πολυτεκνία της... Μύριες ονομασίες, για να παραστήσει την ευγένειά της, όπως ακριβώς και ο Κύριός της έχει πολλά ονόματα.
Για όλα τούτα ας ευχαριστήσουμε τον Θεό, για­τί σ’ Αυτόν αποκλειστικά ανήκει η δόξα στους αι­ώνες των αιώνων. Αμήν!


[«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (16): Λόγοι εις Ευτρόπιον», Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής]

Πηγή από: http://www.alopsis.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Διδαχή του Κυρίου δια των δώδεκα αποστόλων στα έθνη:

Είναι δύο δρόμοι, ο ένας της ζωής και ο άλλος του θανάτου και διαφορά μεγάλη ανάμεσα στους δύο δρόμους.
Η οδός της ζωής είναι η εξής?

πρώτον αγαπήσεις τον Θεόν τον ποιήσαντά σε,

δεύτερον τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Και πάντα όσα εάν θελήσεις να μη σου κάμουν, μην τα κάνης και συ στους άλλους.

Και αυτών των ρητών η διδαχή είναι η εξής?
Ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν και προσεύχεσθε υπέρ των εχθρών υμών και νηστεύετε υπέρ των διωκόντων υμάς? ποία γαρ χάρις, εάν αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς;
Ουχί και τα έθνη τούτο ποιούσιν;
Αλλά σεις φιλείτε τους μισούντας υμάς και δεν θα έχετε εχθρό.

Απέχου των σαρκικών επιθυμιών.

Εάν σε ραπίσει κανείς εις την δεξιά σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην, και έση τέλειος.

Αν αγγαρεύση σε τις μίλιον εν, υπάγε μετ' αυτού δύο, αν σου πάρει κανείς το ιμάτιόν σου, δώσε του και τον χιτώνα? αν σου αφαιρέσει κανείς το σον, μη απαιτεί ούτε μπορείς να το κάνης. Παντί τω αιτούντι σε δίδου και μη απαιτεί, διότι σ' όλους θέλει να δίνης ο πατήρ από όσα έχεις χαρίσματα.

Μακάριος οποίος δίνει, κατά την εντολή? διότι είναι ακατάκριτος.

Αλίμονο σε όποιον παίρνει.

Αν έχει ανάγκη και παίρνει, θα είναι ακατάκριτος? αλλά αν χωρίς ανάγκη έλαβε, θα δικαστή γιατί το έλαβε. Θα πιαστεί και θα εξετασθεί για όλα όσα έπραξε και ουκ εξελεύσεται εκείθεν, μέχρις ου αποδώ τον έσχατον κοδράντην. Αλλά και γι' αυτό ακόμη έχει λεχθεί ιδρωσάτω η ελεημοσύνη σου εις τας χείρας σου, μέχρις αν γνως, τίνι δως.

Η δευτέρα δε εντολή της διδαχής είναι

ου φονεύσεις,

ου μοιχεύσεις,

να μην ασελγήσεις,

να μην πορνεύσεις,

ου κλέψεις,

να μη χρησιμοποίησης μάγια,

να μη φαρμακώσεις,

να μη σκοτώσεις το παιδί στην κοιλιά ή αφού γεννηθεί.

Ουκ επιθυμήσεις τα του πλησίον, ουκ επιορκήσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, να μη κακολογήσεις, να μη κράτησης μνησικακία.

Να μην είσαι δίγνωμος ούτε δίγλωσσος? διότι η διγλωσσία είναι παγίδα θανάτου.

Να μην είναι ο λόγος σου ψεύτικος ούτε άδειος, άλλα μεστός από έργα.

Να μην είσαι πλεονέκτης ούτε άρπαξ ούτε υποκριτής ούτε κακοήθης ούτε περήφανος.

Να μην παίρνεις πονηρές αποφάσεις εναντίον του πλησίον σου.

Να μη μισήσεις κανένα άνθρωπο, αλλά άλλους μεν να τους ελέγξεις, για άλλους δε να προσευχηθείς κι' άλλους να τους αγαπήσεις πάνω από την ψυχή σου.

Τέκνο μου, απόφευγε κάθε τι το πονηρό κι ότι μοιάζει για πονηρό. Μη γίνεσαι οργίλος, διότι η οργή οδηγεί στον φόνο, μήτε ζηλιάρης μήτε φιλόνικος μήτε θυμώδης? διότι απ' όλα αυτά γίνονται οι φόνοι.

Τέκνο μου, μην είσαι επιθυμητής, διότι η επιθυμία οδηγεί στην πορνεία, μήτε αισχρολόγος μήτε θρασύς στα μάτια? διότι απ' όλα αυτά γίνονται οι μοιχείες.

Τέκνο μου, μην προσεχής στις οιωνοσκοπίες, διότι οδηγούν στην ειδωλολατρία, μήτε τις απόκρυφες επιστήμες? ούτε να τα βλέπεις ούτε να τ' ακούς τέτοια πράγματα. Διότι όλα αυτά γεννούν την ειδωλολατρία.

Τέκνο μου, μην είσαι ψεύτης, διότι τα ψέματα οδηγούν στην κλοπή, μήτε φιλάργυρος μήτε κενόδοξος? διότι απ' όλα αυτά γίνονται οι κλοπές.

Τέκνο μου, να μην είσαι γογγυστής, διότι αυτό οδηγεί στη βλασφημία, μήτε αυθάδης μήτε πονηρόμυαλος? απ' όλα αυτά γίνονται οι βλασφημίες. Αλλά να είσαι πράος, διότι οι πραείς κληρονομήσουσι την γην.

Να είσαι μακρόθυμος και ελεήμων και άκακος και ησύχιος και αγαθός και να τρέμεις πάντα τους λόγους που άκουσες.

Να μην υψώνεις τον εαυτό σου και να μη δώσεις στην ψυχή σου θράσος.

Να μη κολληθεί η ψυχή σου στους δοξασμένους του κόσμου, αλλά να θέλγεσαι στη συντροφιά των δικαίων και των ταπεινών. Ότι σου συμβαίνει, να το δέχεσαι ως καλό, ξέροντας ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς να το επιτρέπει ο Θεός.

Τέκνο μου, του λαλούντος σοι τον λόγον του Θεού μνησθήση νύχτα και μέρα, να τον τιμάς δε ως τον ίδιο τον Κύριο διότι εκεί όπου κηρύσσεται ο Κύριος, εκεί είναι ο ίδιος και καθημερινά να ζητάς με δίψα τα πρόσωπα των αγίων, για να αναπαύεσαι πάνω στα λόγια τους.

Να μην κάνης σχίσμα, αλλά να ειρηνεύεις εκείνους που μάχονται.

Κρίνεις δικαίως, να μην είσαι προσωπολήπτης όταν ελέγχεις παραπτώματα.

Να μη διψυχήσης, κυμαινόμενος ανάμεσα στα πρόσωπα.

Να μην απλώνεται εύκολα το χέρι σου όταν πρόκειται να πάρεις και να μη μαζεύεται όταν πρόκειται να δώσεις.

Αν έχεις κάτι να δώσεις, θα δώσεις συγχρόνως λύτρωση και στις αμαρτίες σου.

Να μη διστάσεις να δώσεις, κι' όταν δίνης να μην κλαίγεσαι και θα μάθεις έτσι ποιος είναι ο καλός ανταποδότης του μισθού.

Να μη γυρίζεις το πρόσωπο σου αλλού, όταν κάποιος έχει την ανάγκη σου κι' ότι έχεις να το μοιράζεις με τον αδελφό σου, μη θαρρώντας τίποτε δικό σου. Διότι, αν μοιράζεστε την αθανασία, δεν θα μοιραστείτε τα φθαρτά;

Να μη σηκώσεις τη φροντίδα σου από τον γιο σου ή την κόρη σου, αλλά από τα τρυφερά τους χρόνια να τους διδάξεις τον φόβο του Θεού.

Να μην είσαι απότομος και πικρόχολος στον υπηρέτη ή την υπηρέτρια σου, που ελπίζουν στον ίδιο Θεό με σένα, για να μην αγανακτήσουν σ' αυτόν, που είναι κοινός Θεός σας. Ο Θεός δεν έρχεται να καλέσει τον ένα ή τον άλλον, αλλά όλους όσους το Πνεύμα ετοίμασε.

Και σεις οι υπηρέτες να υποτάσσεσθε στους κυρίους σας σαν να είναι τύποι του Θεού, με συστολή και φόβο.

Να μισήσεις κάθε είδος υποκρισίας και κάθε τι που δεν είναι αρεστό στον Κύριο.

Να μην παραβείς τας εντολάς Κυρίου,, φυλάξεις δε όσα παρέλαβες, μήτε προστιθείς μήτε αφαιρών.

Στην εκκλησία να εξομολογείσαι τα παραπτώματά σου και να μην έρχεσαι στην προσευχή με συνείδηση ρυπαρή.

Αυτός είναι ο δρόμος της ζωής.

Και ο δρόμος του θανάτου είναι ο εξής :

πρώτα απ' όλα είναι, πονηρός και μεστός από κατάρα? φόνοι, μοιχεία, επιθυμία πορνεία κλοπαί, ειδωλολατρείες, μαγείες, φαρμακείες, αρπαγές, ψευδομαρτυρίας υποκρισίες, διπλοκαρδία, δόλος, υπερηφάνεια, κακία, αυθάδεια, πλεονεξία, αισχρολογία, ζηλοτυπία, θρασύτης, καύχησης, αλαζονεία, αφοβία.

Εκεί περπατούν όσοι διώκουν τους αγαθούς, μισούν την αλήθεια, αγαπούν το ψευδός, δεν ξέρουν τον μισθό της δικαιοσύνης, δεν κολλώνται στο αγαθό ούτε σε δίκαιη κρίση, δεν αγρυπνούν στο αγαθό, αλλά στο πονηρό.

Απ' αυτούς είναι μακριά η πραότης και η υπομονή, μάταια αγαπόντες, διώκοντες ανταπόδομα.

Δεν ελεούν τον πτωχό, δεν συμπονούν τον βασανισμένο, δεν κουράζονται με τον κουρασμένο, δεν αναγνωρίζουν τον δημιουργό τους.

Φονείς τέκνων.

Καταστρέφουν το πλάσμα του Θεού. Μένουν ανάλγητοι σ' όσους έχουν ανάγκη, καταθλίβουν τον αδικούμενο, χαϊδεύουν τους πλουσίους, κρίνουν ανελέητα τους πένητες, βρίθουν από αμαρτία. Είθε να σωθείτε, τέκνα, απ' όλα αυτά.

Κοίταξε, μη τις σε πλανίσει από τον δρόμο αυτής της διδαχής και σε ξεστρατίσει με τη διδασκαλία του από το θέλημα του Θεού.

Αν μπορείς να βαστάς όλο τον ζυγό του Κυρίου, θα είσαι τέλειος.

Αν δεν μπορείς ολόκληρων, βάσταξε τον όσο μπορείς. όσο για τη νηστεία, κράτα την όσο αντέχεις.

Από τα σφάγια των θυσιών πρόσεχε πολύ? διότι είναι λατρεία ανύπαρκτων θεών.

Όσο για το βάπτισμα, έτσι να βαπτίζετε αφού πείτε προηγουμένως όλα τα σχετικά, βαπτίσατε εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε νερό μόλις αντλημένο.

Και αν δεν έχεις νερό τέτοιο, βάπτισε σε άλλο νερό? κι' αν δεν μπορείς σε δροσερό, σε χλιαρό. Κι' αν δεν έχεις ούτε από το ένα ούτε από το άλλο, χύσε πάνω στο κεφάλι τρεις φορές νερό εις όνομα του Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος.

Και πριν από το βάπτισμα, να νηστεύουν εκείνος που θα βαπτίσει και εκείνος που θα βαπτισθεί, ακόμη και όσοι άλλοι μπορούν.

Και να προστάξεις αυτόν που πρόκειται να βαπτισθεί, να νηστέψει μία δύο ήμερες πριν.

Οι δε νηστείες σας να μην είναι σαν εκείνες των υποκριτών, που νηστεύουν τη Δευτέρα και την Πέμπτη.

Σεις να νηστεύετε Τετάρτη και Παρασκευή.

Μήτε να προσεύχεσθε ως οι υποκριτές, άλλα καθώς ώρισε ο Κύριος στο Ευαγγέλιό του, ούτω προσεύχεσθε? Πάτερ ημών ο εν τω ουρανώ, άγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί γης? τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον, και άφες ημίν την οφειλήν ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Διότι σε σένα ανήκει η δύναμις και η δόξα στους αιώνες.

Τρεις φορές την ημέρα, έτσι να προσεύχεσθε.

Όσο για τη θεία ευχαριστία, αυτές τις ευχαριστήριες ευχές να λέτε.

Πρώτα για το ποτήριο'

Σ' ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για την αγία άμπελο Δαβίδ του δούλου σου, που μας τη χάρισες δια του Υιού σου Ιησού? σε σένα ας είναι η δόξα στους αιώνες.

Για δε τον άρτο?

Σ' ευχαριστούμε, πατέρα μας, για τη ζωή και τη γνώση που μας χάρισες δια του Υιού σου Ιησού σε σένα ας είναι η δόξα στους αιώνες. Όπως αυτός ο άρτος ήταν σκορπισμένος πάνω στα όρη και μαζεύτηκε και έγινε ένας, έτσι ας μαζευτεί και η εκκλησία σου από τα πέρατα της γης στη βασιλεία σου.
Διότι δική σου είναι η δόξα και η δύναμις δια του Ιησού Χριστού στους αιώνες.

Και κανείς να μη μεταλάβει από τον άρτο και τον οίνο παρά μονάχα όσοι βαπτίσθηκαν στο όνομα του Κυρίου.

Διότι γι' αυτό είπε ο Κύριος? Μη δώτε το άγιον τοις κυσί.

Κι αφού μεταλάβετε, πέστε αυτή την ευχαριστήριο ευχή?

Σ' ευχαριστούμε, πατέρα άγιε, για το άγιο όνομά σου και διότι κατεσκήνωσες στις καρδιές μας και για τη γνώση, την πίστη και την αθανασία, που μας χάρισες δια του Υιού σου Ιησού' σε σένα ας είναι η δόξα στους αιώνες.
Συ, Δέσποτα Παντοκράτωρ, έκτισας τα πάντα για χάρι του ονόματός σου κι' έδωσες τροφή και ποτό στους ανθρώπους να τ' απολαμβάνουν και να σ' ευχαριστούν, και σε μας χάρισες πνευματική τροφή και πόσι και ζωή αιώνιο δια του Υιού σου.
Για όλα σ' ευχαριστούμε, διότι είσαι δυνατός? σε σένα ας είναι η δόξα στους αιώνες. Μνήσθητι, Κύριε, της εκκλησίας σου για να τη γλιτώσεις από κάθε πονηρό και να την κάνης τελεία μέσα στην αγάπη σου και σύναξαν αυτήν από των τεσσάρων ανέμων?αφού την αγιάσεις?στη βασιλεία σου, που της ετοίμασες? διότι σε σένα ανήκει η δύναμις και η δόξα στους αιώνες.
Ας έλθει η χάρις και ας παρέλθει ο κόσμος αυτός εδώ. Ωσαννά τω Θεώ Δαβίδ. Όποιος είναι άγιος, ας προσέλθει? όποιος δεν είναι, ας μετανοήσει? μαράν αθά' αμήν.

Κι αυτούς που έχουν προφητικό χάρισμα να τους αφήνετε να ευχαριστούν τον Θεό με αυτοσχέδιες προσευχές.
Όποιος λοιπόν, έλθει και σας διδάξει όλα αυτά που προείπαμε, να τον υποδέχεστε. Κι' αν αυτός που διδάσκει εκτροχιασθεί σε άλλη διδασκαλία που είναι καταλυτική, μη τον ακούτε πλέον άλλ' όσο σας προσθέτει δικαιοσύνη και γνώση του Κυρίου, να τον δέχεσθε σαν τον ίδιο τον Κύριο.

Όσο για τους αποστόλους και προφήτες, να κάνετε σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου.

Κάθε απόστολος που έρχεται ανάμεσά σας, να γίνεται δεκτός ως ο ίδιος ο Κύριος. Και δεν θα μένη παρά μονάχα μία ημέρα? κι' αν είναι ανάγκη, θα μείνει και τη δεύτερη? αν όμως μείνει τρεις μέρες, είναι ψευδοπροφήτης.

Και αναχωρώντας ο απόστολος τίποτε να μην παίρνει παρά ψωμί, όσο για να πορέψει? κι' αν ζητά χρήματα, είναι ψευδοπροφήτης.
Και κάθε προφήτη που μιλά μέσα στο Πνεύμα το ?γιο να μην τον εκπειράσετε ούτε να αμφιβάλλετε. Διότι πάσα αμαρτία αφεθήσεται, αλλά αύτη η αμαρτία ουκ αφεθήσεται. και δεν είναι προφήτης ο καθένας που μιλεί πνευματικά, αλλά μονάχα Όποιος έχει τους τρόπους του Κυρίου.

Από τους τρόπους λοιπόν, θα γίνει αντιληπτός ο ψευδοπροφήτης και ο προφήτης. Και κάθε προφήτης που ορίζει να γίνει πνευματική τράπεζα, δεν θα φάει απ' αυτή, αλλιώς είναι ψευδοπροφήτης.

Και κάθε προφήτης που διδάσκει την αλήθεια και δεν κάνει όσα διδάσκει, είναι ψευδοπροφήτης. και κάθε προφήτης δοκιμασμένος, αληθινός, που λαμβάνει μέρος στη μυστηριώδη εργασία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο και δεν διδάσκει να κάνετε όσα ο ίδιος κάνει, δεν θα κριθή από σας? μόνος ο Θεός ξέρει γιατί συμπεριφέρεται έτσι.

Έτσι γινόταν και με τους αρχαίους προφήτες. Κι Όποιος πει, μιλώντας πνευματικά? δώστε μου χρήματα ή κάτι άλλο παρόμοιο, να μη τον ακούσετε.

Αλλά αν σας πει να δώσετε για άλλους που στερούνται, κανείς να μη τον κατακρίνει.
Κάθε ένας ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, να γίνεται δεκτός. Κατόπιν, αφού τον δοκιμάσετε, θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, διότι θα φωτιστείτε ώστε να τον κρατήσετε αν είναι καλός ή να τον διώξετε αν δεν είναι.

Αν είναι περαστικός αυτός που έρχεται, βοηθήστε τον όσο μπορείτε? και δεν θα μείνει κοντά σας παρά δύο ή τρεις μέρες, αν είναι ανάγκη.

Αλλά αν θέλει να καθίσει κοντά σας, ξέροντας κάποια τέχνη, ας δουλεύει κι ας τρώει.
Κι αν δεν ξέρει τέχνη, προνοήστε όπως φωτιστείτε, ώστε να μη ζήση αργός ανάμεσά σας χριστιανός. Κι αν δεν θέλει να κάνη έτσι, είναι χριστέμπορος. Να φυλάγεστε από τέτοιους.

Και κάθε προφήτης αληθινός, που θέλει να καθίσει μαζί σας, άξιος εστί της τροφής αυτού.

Ο αληθινός διδάσκαλος είναι επίσης άξιος κι αυτός όπως ο εργάτης της τροφής αυτού.

Κάθε λοιπόν πρωτογέννημα από τ' αλώνι ή το πατητήρι, από βόδια και πρόβατα θα τα ξεχωρίζετε και θα τα φυλάτε για τους προφήτες? διότι αυτοί είναι οι αρχιερείς σας. Κι αν δεν έχετε προφήτη, δώστε τα στους φτωχούς.

Κι από το σιτάρι της χρονιάς που μάζεψες στο σπίτι σου, διέθεσε ένα μέρος σύμφωνα με την εντολή.

Επίσης αν ανοίξεις σταμνί κρασιού ή λαδιού, δώσε ένα μέρος στους προφήτες.

Επίσης κι από χρήματα κι από ρούχα κι από κάθε τι που αποχτάς, χώρισε ένα μέρος, όπως νομίζεις καλύτερα και διέθεσε το σύμφωνα με την εντολή.

Και την ημέρα του Κυρίου, αφού συναχθείτε, κόψετε τον άρτο και τελέσετε τη θεία ευχαριστία, αφού εξομολογηθείτε προηγουμένως τα παραπτώματα σας για να είναι η θυσία σας καθαρή.

Και όποιος έχει διαφορά με τον σύντροφό του, να μη λαβαίνει μέρος ανάμεσά σας, έως ότου συμφιλιωθούν, για να μη σπιλωθεί η θυσία σας. Διότι έτσι τη ζήτησε ό Κύριος, λέγοντας ?

Εν παντί τόπο και σε κάθε χρόνο προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν ότι βασιλεύς μέγας ειμί, λέγει Κύριος, και το όνομά μου θαυμαστόν εν τοις έθνεσι.


Χειροτονήσατε λοιπόν, για σας επισκόπους και διακόνους άξιους του Κυρίου, άνδρες πράους και αφιλαργύρους και αληθινούς και δοκιμασμένους.

Διότι είναι λειτουργοί του ίδιου έργου για σας που λειτουργούν οι προφήτες και οι διδάσκαλοι.

Μη λοιπόν, τους υποτιμάτε? αυτοί είναι οι τιμημένοι σας μαζί με τους προφήτες και τους διδασκάλους.
Και να ελέγχετε ο ένας τον άλλον όχι με οργή, αλλά με ειρήνη, όπως εντέλλεται το Ευαγγέλιο, Και να μη μιλάτε σε όποιον βλάψει τον αδελφό του, ούτε να τον ακούτε έως ότου μετανοήσει. Και τις προσευχές σας και τις ελεημοσύνες σας και κάθε άλλη πράξη σας έτσι να την κάνετε, όπως βλέπετε να διδάσκονται μέσα στο Ευαγγέλιο του Κυρίου μας.

Γρηγορείτε για τη ζωή σας? οι λύχνοι υμών να μη σβήσουν και αι οσφύες υμών να μη ξεσφιχθούν, αλλά γίνεσθε έτοιμοι ου γαρ οίδατε την ώραν, εν η ο Κύριος ημών έρχεται.

Να συνάζεσθε συχνά εποικοδομώντας τις ψυχές σας.
Δεν θα σας ωφελήσει όλος ο χρόνος της πίστεώς σας, αν δεν αποδειχθείτε τέλειοι στους έσχατους καιρούς. στις έσχατες ήμερες θα πληθύνουν οι ψευδοπροφήτες και οι διαφθαρείς και θα αλλάξουν τα πρόβατα σε λύκους και η αγάπη θα αλλάξει σε μίσος.

Θα μεγαλώσει η ανομία και θα ανάψει μίσος μεταξύ των ανθρώπων και θα διώξουν και θα παραδώσουν στον θάνατο ο ένας τον άλλο και τότε θα φανεί ο κοσμοπλανευτής ως υιός του Θεού και θα κάμει σημεία και τέρατα και η γη θα παραδοθεί στα χέρια του και θα κάνη ανόσια πράγματα που δεν είχαν γίνει ποτέ έως τότε.

Τότε θα μπει το γένος μας στην άνομη πυρά της δοκιμασίας και σκανδαλιθήσονται πολλοί και θα χαθούν, οι δε υπομείναντες μέσα στην πίστη τους σωθήσονται απ' αυτή την κατάρα.
Και τότε φανήσεται τα σημεία της αληθείας.

Πρώτο σημείο θα είναι το ξετύλιγμα του ουρανού,

δεύτερο φωνή σάλπιγγος

και τρίτο ανάστασης νεκρών.

Και δεν θα αναστηθούν στην αληθινή ζωή όλοι, αλλά όπως ελέχθη?

Ήξει ο Κύριος και πάντες οι άγιοι μετ' αυτού. Τότε όψεται ο κόσμος τον Κύριο ερχόμενο επάνω των νεφελών του ουρανού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΒΑΣ. ΜΟΥΣΤΑΚΗ.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΣΤΗΡ
ΑΛ. Και Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.


{† Ε.Π.Χ †}

Διαβάστε περισσότερα...

ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ

15 Ο μακάριος Γέροντας Παΐσιος έλεγε:
«Αν σκέφτεται κανείς μοναχικά, μπορεί να βρη το απαραίτητο. Αν δεν σκέφτεται μοναχικά, όλα απαραίτητα είναι και μετά γίνεται κοσμικός και χειρότερος από κοσμικός.

Σαν μοναχοί θα πρέπει να ζήσουμε τουλάχιστον λίγο κατώτερα απ’ ότι στον κόσμο ή τουλάχιστον όπως ζούσαμε στον κόσμο. Όχι να έχω καλύτερα πράγματα από αυτά που είχα σπίτι μου.


Το μοναστήρι κανονικά πρέπει να είναι πιο φτωχό από το σπίτι μου. Αυτό βοηθάει εσωτερικά τον μοναχό και βοηθάει και τον κόσμο. Τα έχει κανονίσει έτσι ο Θεός, να μη βρίσκουν ανάπαυση σ’ αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι.


Αν τους λαϊκούς τους βασανίζη αυτή η εξέλιξη η κοσμική, πόσο μάλλον τον μοναχό!».

Από Περιοδικό ΠΡΩΤΑΤΟΝ (τευχ. 81, σελ. 81) Ιανουάριος-Μάρτιος 2001

Διαβάστε περισσότερα...

Οἱ Ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς οἱ Ἀνάργυροι

Ημ. Εορτής: 1 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Κοσμᾶς, Δαμιανός, Ἀργύριος, Ἀνάργυρος, Ἀργυρώ
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν τὴν ἐποχὴ ποὺ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων ἦταν ὁ Κάρυνος, ἦταν γιατροὶ στὸ ἐπάγγελμα καὶ παρεῖχαν ἰάσεις σὲ ὅλους ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, καὶ γιὰ ἀντάλλαγμα δὲν ἔπαιρναν χρήματα, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ζητοῦσαν ἦταν νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό. Κάποιοι ὅμως καλοθελητὲς διέβαλαν τοὺς ἁγίους στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι οἱ θεραπεῖες καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσαν τὰ ἔκαναν μὲ μαγικὲς τέχνες.
Τότε οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ πᾶνε ἄλλους ἀντὶ αὐτῶν στὸν αὐτοκράτορα, προσῆλθαν μόνοι τους ἐνώπιόν του καὶ ὁ Καρίνος προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους, ἀλλὰ κατάφεραν νὰ μεταπείσουν καὶ νὰ ἀλλάξουν καὶ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος δέχθηκε τὶς θεραπευτικές τους ἰάσεις. Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ Καρῖνος ἀνέκρινε τοὺς Ἁγίους, μετατοπίστηκε ἡ θέση τοῦ προσώπου του καὶ στράφηκε πρὸς τὴν ράχη του. Ἀμέσως τότε οἱ Ἅγιοι τὴν θεράπευσαν μὲ τὴν προσευχή τους στὸν Χριστό. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ θαύματος, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ὅσοι βρίσκονταν ἐκείνη τὴν στιγμὴ μπροστὰ σ' αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας τοὺς ἔστειλε πίσω στοὺς συγγενεῖς τους μὲ μεγάλες τιμές.
Ἀργότερα ὅμως, μετὰ ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, οἱ Ἅγιοι φθονήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν δάσκαλο ποὺ τοὺς εἶχε μάθει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, γιατί εἶχαν ἀποκτήσει μεγάλη δόξα καὶ φήμη. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο τοὺς ἀνέβασε σὲ κάποιο ὅρος γιὰ νὰ μαζέψουν δῆθεν κάποια βότανα καὶ ἐκεῖ τοὺς ἐπιτέθηκε μὲ πέτρες καὶ τοὺς θανάτωσε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβατε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.

Ἕτερον ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι θεράποντες, καὶ ἰατῆρες βροτῶν, ἀνάργυρον βλύζετε, τὴν θεραπείαν ἡμῖν, Ἀνάργυροι ἔνδοξοι· ὅθεν τοὺς προσιόντας, τῇ σεπτῇ ὑμῶν σκέπῃ, ῥύσασθε νοσημάτων, καὶ παθῶν ἀνιάτων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανέ, Ῥώμης βλαστήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες τῶν ἰαμάτων, ἐφαπλοῦτε τὴν ῥῶσιν τοῖς ἐν ἀνάγκαις, ἰατροὶ θαυματουργοὶ ἔνδοξοι· ἀλλὰ τῇ ὑμῶν ἐπισκέψει, καὶ τῶν πολεμίων τὰ θράση κατευνάσατε, τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασι.

Μεγαλυνάριον.
Ἴασιν σωμάτων ῥῶσιν ψυχῶν, Κοσμᾶ θεοφόρε, σὺν τῷ θείῳ Δαμιανῷ, νείματε ὑψόθεν, ἀΰλῳ χειρουργίᾳ, τοῖς κατατρυχομένης, ποικίλοις πάθεσι.

Πηγή από: http://www.synaxarion.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Θαύμα Οσίου Ονουφρίου-Ένα σύγχρονο θαύμα του Οσίου

Αλήθεια γνωρίζουμε πόσο κοντά μας είναι οι Άγιοι μας; Γνωρίζουμε πόσο έννοια μας έχουν; Αυτό μας το αποδεικνύει ο Όσιος Ονούφριος με ένα σύγχρονο θαύμα του.

Ακουστέ τι διηγήθηκε ο κ. Αναστάσιος Σούκουλης από την Κορινθία.

Ήμουν μικρό παιδάκι. Πήγαινα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και μία ημέρα έμεινα στο σπίτι με τον παππού μου. Οι γονείς μου, έμεναν στα κτήματά μας, μακριά
από το χωριό, ήταν καλοκαίρι και θέριζαν. Όταν το πρωί ξύπνησα, ο παππούς μου είχε φύγει, για να κουβαλήσει με τα ζώα τα δέματα από τα χωράφια, και είχε κλειδώσει την
πόρτα του σπιτιού μας. Επειδή δεν είχα άλλο τρόπο να βγω έξω από το σπίτι προσπάθησα να κατεβώ από το παράθυρο, χωρίς να σκεφθώ ότι κάτω ήταν γκρεμός. Γλύστρισα
και έπεσα στο κενό. Τότε αισθάνθηκα ότι κάποιος με κράτησε και πέφτοντας απαλά έμεινα σε ένα βράχο, χωρίς να πάθω τίποτε.

Εκείνη την νύκτα παρουσιάστηκε στην μητέρα μου, ενώ κοιμόταν στα κτήματά μας, ένας παππούλης και της είπε:
- Εγώ έσωσα το γιο σου.
- Ποιος είσαι εσύ, του είπε η μητέρα μου.
- Εγώ είμαι ο Όσιος Ονούφριος και γιορτάζω σήμερα.



Το όνομά του, ο Όσιος, το είπε τρεις φορές, διότι η μητέρα μου ήταν αγράμματη, για να μην το ξεχάσει. Αμέσως ξύπνησε τον πατέρα μου, του διηγήθηκε το όνειρο που είδε και
επειδή ανησύχησαν ξεκίνησαν για το χωριό. Όταν έφθασαν στο σπίτι με ρώτησαν, τι μου συνέβη. Εγώ είπα το γεγονός, χωρίς να γνωρίζω το όνειρο της μητέρας μου. Κατόπιν
πήγαν στον ψάλτη του χωριού και έπειτα στην Εκκλησία για να μάθουν για τον Όσιο, επειδή πρώτη φορά άκουγαν τέτοιο όνομα. Είδαν ότι εκείνη την ήμερα, 12 Ιουνίου, ήταν η
μνήμη του Οσίου Ονουφρίου.

Όταν είδε η μητέρα μου την εικόνα του Οσίου Ονουφρίου είπε ότι ήταν ακριβώς όπως τον είδε στον ύπνο της. Με την μακρυά γενειάδα, χωρίς ράσα, έχοντας πολλές τρίχες στο
σώμα του, ασκητικότατος παππούλης.

Από τότε τιμούμε κάθε χρόνο τον Όσιο.

Πηγή από: http://xristianos.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

Ο άπιστος γιατρός-Ένα θαύμα του Αι-Γιάννη του Ρώσου

normal_ioannis_o_rossos1.jpg
Στην Λίμνη της Ευβοίας ζούσε και εργαζόταν ένας γιατρός που ονομαζόταν Μαντζώρος. Σαν γιατρός ήταν πολύ καλός, αλλά δεν πίστευε στο Χριστό και μάλιστα δεν ήθελε να ακούει συζητήσεις σχετικές με την θρησκεία και την ψυχή. Καταφερόταν εναντίον της θρησκείας και οι απόψεις του ήταν σκληροπυρηνικές στο θέμα του Χριστιανισμού.


Αρρώστησε λοιπόν και μάλιστα πολύ σοβαρά. Η επάρατος νόσος είχε πλησιάσει τον άπιστο γιατρό που με φρικτούς πόνους κατάλαβε την έλευσή του. Μέσα σε αφόρητους πόνους μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί , λόγω της σοβαρότητας της ασθένειάς του, δεν μπορούσαν να τον νοσηλεύσουν . Τον έστειλαν λοιπόν στην Αθήνα στη κλινική «Παντοκράτωρ», που βρίσκεται στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου. Εκεί υποβλήθηκε σε ακτινολογικές και χημικές εξετάσεις , οι οποίες έδειξαν ότι η επάρατος νόσος είχε προσβάλει το παχύ έντερο του γιατρού. Όταν όλη η ζωή του γιατρού ήταν στρωμένη κοινωνικά και μπορούσε να λέει και να κάνει με ευκολία ότι ήθελε ο γιατρός ήταν απόλυτος στον λόγο του για τον Χριστό και τους Αγίους. Όλα ήταν ένα καλοστημένο ψέμα για τον άπιστο γιατρό. Η μόνη αλήθεια ήταν η αμαρτία και η ασωτεία. Εκεί κατέφευγε όταν εμφανίζονταν στη ζωή του μαύρα μικρά συννεφάκια. Αλλά τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα μαύρα σύννεφα που είχαν επισκιάσει για καιρό τώρα τη ζωή του δεν μπορούσε να τα διώξει με την προσφιλή του μέθοδο που δεν ήταν άλλη από την αμαρτία.

- «Στο παντοδύναμο Θεό , να ελπίζεις μόνο συνάδελφε»
Αυτή ήταν η διάγνωση-έκκληση των συναδέλφων του, που του εξηγούσαν, με αυτό τον σκληρό λόγω επαγγέλματος λόγο. Και ο ίδιος όμως, λόγω του επαγγέλματός του είχε αντιληφθεί , ότι η φλόγα της ελπίδας κόντευε να σβήσει. Οι γιατροί λοιπόν του Νοσοκομείου του είπαν ότι αν συμφωνούσε και ο ίδιος θα μπορούσε να εγχειρισθεί την επόμενη μέρα. Συμφώνησε λοιπόν με γνώμονα την ιατρική γνώση που και ο ίδιος είχε. Αλλά τα λόγια των συναδέλφων του: «Στον παντοδύναμο να ελπίζεις, συνάδελφε», τον οδήγησαν παραμονή της εγχείρησης , σε μια αυθόρμητη προσευχή, που έβγαινε μέσα από την ψυχή του. παρακαλούσε τον Θεό, όχι μόνον να τον κάνει καλά, αλλά να τον συγχωρέσει κιόλας για την απιστία που είχε δείξει τόσα χρόνια.
Την ώρα της προσευχής κάποιος χτύπησε την πόρτα κι τον διέκοψε. Ήταν ένας όμορφος νεαρός, ο οποίος σπρώχνοντας με τα χέρια του την πόρτα μπήκε μέσα στο δωμάτιο του γιατρού και ακολούθησε ο πιο κάτω διάλογος:
- «Τι έχεις;».
- «Είμαι πολύ άρρωστος».
- «Δεν έχεις τίποτε».
- «Μα τι λες, Χριστιανέ μου. Έχω καρκίνο στο έντερο στο τελευταίο στάδιο και αύριο εγχειρίζομαι. Καταλαβαίνεις τι μου συμβαίνει;».
- «Δεν έχεις τίποτα πια. Σ' έκανα καλά».
- «Μα καλά δεν ντρέπεσαι έναν άρρωστο; Με ειρωνεύεσαι κιόλας;».
- «Είμαι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Αφού, επιμένεις, κάνε αύριο την εγχείρηση και θα πειστείς ότι δεν έχεις τίποτε».
Ο νεαρός εξαφανίστηκε. Ο γιατρός όμως γεμάτος αγωνία χτυπούσε το κουδούνι για να ρωτήσει τις νοσοκόμες μήπως και είδαν το νεαρό αυτό, που είχε βγει από το δωμάτιό του. Μάταια όμως γιατί καμία από τις νοσοκόμες δεν είδε τίποτα. Την επόμενη μέρα ο άρρωστος γιατρός εισήχθη στο χειρουργείο για την επέμβαση. Οι γιατροί έτοιμοι για την εγχείρηση ακούνε ξαφνικά τον γιατρό να τους λέει ότι δεν χρειάζεται εγχείριση και ότι είναι καλά στην υγεία του.
- «Με θεράπευσε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος».
- «Μα τι είναι αυτά που μας λες;». Στον 20ο αιώνα είμαστε συνάδελφε τι είναι αυτά που λες;». «Τα έχει χαμένα ο συνάδελφος» μονολογούσαν οι γιατροί του Νοσοκομείου, ενώ επέμειναν να γίνει η εγχείριση, λόγω μειωμένου καταλογισμού του ασθενούς. Τον νάρκωσαν λοιπόν για την επέμβαση και όταν τον άνοιξαν ο όγκος δεν υπήρχε. Είχε κάνει το θαύμα του ο Άγιος και οι γιατροί απορούσαν , κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο γιατρός ήταν τελείως καλά. Αυτά τα διηγήται ο ίδιος ο γιατρός παντού, όπου κι αν βρίσκεται.

Πηγή από: http://1myblog.pblogs.gr/
Διαβάστε περισσότερα...

Βίος Αγίων Πέτρου και Παύλου των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων

Οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι τιμούνται στις 29 Ιουνίου.

Ο Απόστολος Πέτρος εγεννήθηκε στη μικρή πόλη Βηθσαϊδά κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αλιέως με τον αδελφό του Ανδρέα, κληθέντα και αυτόν στο αποστολικό αξίωμα,
και με τους υιούς του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη, γενόμενους επίσης Αποστόλους.

Το όνομά του απαντά στην Καινή Διαθήκη υπό τέσσερις τύπους:
α) Συμεών (εκ του Sim Un, σημιτικού τύπου).
β) Σίμων (κοινότερος τύπος, εξελληνισμένη σύντμηση του προηγούμενου).
γ) Κηφάς (από το αραμαϊκό Kepha, που σημαίνει πέτρα).
δ) Πέτρος (παράφραση της προηγούμενης αραμαϊκής επωνυμίας, η οποία εδόθηκε στο Σίμωνα από τον Χριστό).

Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης η Ιωνάς. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι επερίμεναν εναγώνια τον Μεσσία και τη μεσσιανική εποχή κατά
την οποία θα ετερματίζετο η κακοδαιμονία της ανθρωπότητος.

Από το γεγονός ότι ο Πέτρος είχε την πεθερά του, την οποία εθεράπευσε ο Κύριος, στην Καπερναούμ, προκύπτει ότι ήταν έγγαμος. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα το όνομα της συζύγου του, καλουμένης
Ιωάννας υπό των Ανατολικών και Περπετούης υπό των Δυτικών. Ούτε είναι γνωστό αν η σύζυγός του εζούσε ακόμη, όταν ο Απόστολος Πέτρος εκλήθηκε στο αποστολικό αξίωμα.

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης καλούνται «αγράμματοι και ιδιώται» από τα μέλη του Συνεδρίου, σημείο ότι δεν είχαν φοιτήσει στις λόγιες ραββινικές σχολές. Είχαν όμως μαθητεύσει στον Τίμιο Πρόδρομο. Τούτο
είναι βέβαιο για τους υιούς του Ζεβεδαίου και για τον Ανδρέα, πιθανώς δε και για τον Σίμωνα Πέτρο.

Η κλήση του Πέτρου στο αποστολικό έργο έγινε βαθμιαίως. Όταν τον επαρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας στον Κύριο, με τους λόγους «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έλαβε την επωνυμία Κηφάς. Ήταν παρών
κατά το θαύμα στην Κανά και εγκαταστάθηκε μετά με τον Κύριο στην Καπερναούμ. Εκλήθηκε οριστικά μετά την πρώτη θαυμαστή αλιεία, γενόμενος έτσι «αλιεύς ανθρώπων».

Ο ενθουσιώδης και ευσεβής Πέτρος επέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και ακολούθησε τον Κύριο πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρος του και της ιδιαίτερης αφοσιώσεώς του στον Κύριο αξιώθηκε να
έχει εξαιρετική θέση μεταξύ των Αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Κύριος εξετίμησε αυτή την ομολογία και τον
διαβεβαίωσε πως επάνω σε αυτή την ομολογία πίστεως, που έγινε κατ’ αποκάλυψιν Θεού Πατρός, «οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν».



Κατά την εβδομάδα των παθών και μετά την Ανάσταση ο Πέτρος αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στα Ευαγγέλια. Έτσι στο Μυστικό Δείπνο αρνείται προς στιγμήν τη νίψη των ποδών του από τον Κύριο, αγωνιά
κατόπιν να μάθει ποιός είναι ο προδότης, διαμαρτύρεται, διότι στην προς τον Κύριο ερώτησή του «Κύριε, που υπάγεις;», έλαβε από Αυτόν την απάντηση «όπου εγώ υπάγω ου δύνασαί μοι νυν
ακολουθήσαι», και τέλος υπόσχεται στον Κύριο ότι θα θυσιάσει την ψυχή του για Εκείνον και δεν θα σκανδαλισθεί από το επερχόμενο Πάθος Του. Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά ο Ιησούς στην μετά του
Πέτρου στιχομυθία του είπε σε αυτόν τα εξής χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον. Εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου. Και συ ποτε
επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Πράγματι δε, δεν εξέλιπε η πίστη του Πέτρου, αν και αρνήθηκε τον Διδάσκαλο τρεις φορές στην αυλή του αρχιερέως. Ένεκα της υπέρ αυτού δεήσεως του Κυρίου,
ήλθε στον εαυτό του, μετανόησε και έκλαψε πικρά για την πράξη του και αξιώθηκε πρώτος αυτός από τους Αποστόλους να διαπιστώσει το γεγονός της Αναστάσεως και πρώτος να δει τον Αναστάντα Κύριο.

Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της
Πεντηκοστής έκανε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, και να βαπτισθούν. Η ιεραποστολική δράση του υπήρξε θαυμαστή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Από εκεί ενεργούσε κατά καιρούς περιοδείες επισκεπτόμενος τις πλησιόχωρες Εκκλησίες. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του αναφέρει, ότι κατά τις δύο ανόδους του στα Ιεροσόλυμα συναντήθηκε
εκεί με τον Πέτρο, τον οποίο ονομάζει και Απόστολο των «εκ περιτομής» και μας πληροφορεί ότι ετιμάτο μαζί με τον Αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη ως «στύλος» της Εκκλησίας.

Σε μία περιοδεία του ο Πέτρος, περί της οποίας μας ομιλούν οι Πράξεις, επισκέφθηκε τη Λύδδα και αφού εθεράπευσε τον παραλυτικό Αινέα, ήλθε στην Ιόππη, όπου ανέστησε την Ταβιθά η Δορκάδα. Από
εκεί δε, με θεία επιταγή, επορεύθηκε στην Καισάρεια, στην οποία εκατήχησε και εβάπτισε τον εθνικό Κορνήλιο μαζί με την οικογένειά του. Όταν έμαθαν το γεγονός αυτό οι «εκ περιτομής» της Εκκλησίας
Ιεροσολύμων εκατηγόρησαν τον Πέτρο. Ο Απόστολος εξέθεσε με λεπτομέρεια πως ο Θεός δι’ οράματος «υπέδειξεν μηδένα κοινόν η ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον» και έκλεισε την απολογία του εκείνη ως
εξής: «Ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν πιστεύσασιν επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ δε τις ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;».

Ο Ηρώδης Αγρίππας Α’, επιθυμώντας να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους συνέλαβε τον Πέτρο κατά τις εορτές του Πάσχα του 42 η 44 μ.Χ. και τον έκλεισε στη φυλακή για να τον φονεύσει μετά από λίγο. Αλλ’
Άγγελος Κυρίου ελευθέρωσε κατά τη νύχτα το δέσμιο και από στρατιώτες φρουρούμενο Πέτρο, ο οποίος, αφού επισκέφθηκε τους συγκεντρωμένους και προσευχόμενους υπέρ αυτού αδελφούς στην οικία
της Μαρίας, μητέρας του Μάρκου, ανήγγειλε σε αυτούς τη σωτηρία του από τον Άγγελο και «εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον».

Για τελευταία φορά ομιλούν οι Πράξεις περί του Πέτρου κατά την Αποστολική Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στην οποία μαζί με τον Παύλο και τον Αδελφόθεο Ιάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ο Παύλος στην
προς Γαλάτας Επιστολή του μας ομιλεί για μία συνάντηση, την οποία είχε με τον Πέτρο στην Αντιόχεια, κατά την οποία τον ήλεγξε για την επιδειχθείσα έλλειψη θάρρους και παραχώρηση υπέρ των
ιουδαϊζόντων και σε βάρος των εξ εθνών Χριστιανών.

Για τη μετά ταύτα ζωή και δράση του Πέτρου στερούμεθα σαφείς ιστορικές μαρτυρίες. Ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος, προφανώς από τον πρόλογο της Α’ Καθολικής Επιστολής Πέτρου, συμπέραναν ότι αυτός
εκήρυξε στους Ιουδαίους της Διασποράς, στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία. Ορισμένοι δέχονται και την αποστολική δράση του Πέτρου στην Κόρινθο.

Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές. Από αυτές, η μεν πρώτη απευθυνόταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε
όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται εξ αιτίας της πίστεώς τους στον Ιησού Χριστό.



Υπάρχει βέβαια και η παράδοση των Ρωμαιοκαθολικών περί μεταβάσεως του Πέτρου στη Ρώμη μετά την απελευθέρωσή του από τον Άγγελο η την Αποστολική Σύνοδο, της οποίας διετέλεσε επί
εικοσιπενταετία Επίσκοπος. Την παράδοση αυτή πολλοί Ορθόδοξοι μελετητές την αμφισβητούν, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» και την
απόκρυφη φιλολογία. Αναμφίβολα όμως ο Πέτρος συνδέεται με την Εκκλησία της Ρώμης, αφού έδρασε και έμαρτύρησε σε αυτήν.

Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος ίδρυσε την τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Εκήρυττε νυχθημερόν στη μεγάλη πόλη και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στο Χριστιανισμό. Την ίδια
εποχή ευρισκόταν στη Ρώμη και ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων. Εκεί με τις διάφορες μαγγανείες και τα μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’
αυτό απέκτησε πολλούς οπαδούς. Όμως ευρήκε μπροστά του τον αληθινό άνθρωπο του Θεού, τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος με σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τον απατεώνα μάγο, τον απέδειξε ως
συνεργό των δαιμόνων και εφανέρωσε την ανίκητη δύναμη του αληθινού Θεού.

Ο Άγιος Ειρηναίος γράφει: «Του Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν».

Ο Ωριγένης: «Ος και επί τέλει εν Ρώμη γενόμενος ανεσκολοπίσθη κατά κεφαλής ούτως αυτός αξίωσας». Τέλος ο πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στον προς Πρόκλο διάλογό του: «Εγώ δε τα τρόπαια
(μνημεία, σκηνώματα) των αποστόλων έχω δείξαι. Εάν γαρ θελήσης απελθείν επί τον Βατικανόν η επί την οδόν την Ωστίαν, ευρήσεις τα τρόπαια των ταύτην ιδρυσαμένων την Εκκλησίαν».

Κατά την παράδοση, λοιπόν, ο Πέτρος άθλησε στη Ρώμη κατά το διωγμό του αυτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πριν τον συλλάβουν έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη, για να γλιτώσει.
Καθώς εβάδιζε βιαστικά την περίφημη Αππία οδό είδε μπροστά του τον Κύριο, ο Οποίος τον ερώτησε: «Quo Vadis?», δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος κατάλαβε πως η φυγή του αυτή
ισοδυναμούσε με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’ αυτό με δάκρυα στα μάτια εγύρισε πίσω και συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε σταυρικό θάνατο. Όταν οδηγήθηκε στο μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του
να τον σταυρώσουν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, διότι, όπως είπε, δεν εθεωρούσε τον εαυτό του άξιο να σταυρωθεί σαν τον ηγαπημένο Δάσκαλο και Θεό του! Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή
στον Χριστό, το δε αγιασμένο λείψανό του το περιμάζεψαν οι πιστοί και το έθαψαν στο Βατικανό λόφο.

Ο τάφος του ήταν απλός και πτωσικός. Εσκέπασαν το τίμιο λείψανό του με χώμα και μετά με πλάκες από κεραμίδι σε σχήμα αμφικλινές. Έτσι έθαπταν τότε τους πολλούς, τους πτωχούς στη Ρώμη. Το μνήμα
του Πέτρου το ήξερε καλά η Εκκλησία της Ρώμης, γι’ αυτό και ο Επίσκοπός της Ανίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περί το 160 μ.Χ., ετοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα, επάνω από την οποία εστήριξε σε δύο
κιονίσκους μία τράπεζα με μικρή κόγχη και υποτυπώδες αέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο για προσευχή λίγοι Χριστιανοί, ενώ στον ιερό τόπο της ταφής του Πέτρου συνάγονταν πολλοί προσκυνητές στο πρώτο
ήμισυ του 3ου αιώνος μ.Χ.




Ο Απόστολος Παύλος η ηρωικότερη αποστολική μορφή της πρώτης Χριστιανικής περιόδου, υπήρξε ο κατ’ εξοχήν Απόστολος των Εθνών, ο μοναδικός διδάσκαλος και ο σπουδαιότερος παιδαγωγός της
Οικουμένης, ο εκκλησιαστικός αγωνιστής καυ φυτουργός της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζονται με το μεγαλύτερο θαυμασμό και εξυμνούν με τα καλύτερα λόγια την προσωπικότητά του, το
καταπληκτικό ιεραποστολικό έργο του και τη μοναδική διδασκαλία του.

Μάλιστα ο κυριότερος ερμηνευτής του, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκ των κορυφαίων πατέρων της Εκκλησίας, εύστοχα τον χαρακτηρίζει ως «τον πρώτον μετά τον Ένα» και συνιστά «μη θαυμάζειν
μόνον αλλά και μιμείσθαι το αρχέτυπον τούτο της αρετής». Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, έφερε το αληθινό φως της θεογνωσίας, το φως του Ευαγγελίου από την Ανατολή στη Δύση.

Ο Απόστολος Παύλος εγεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, μεταξύ των ετών 5 – 15 μ.Χ., από Ιουδαίους γονείς της φυλής Βενιαμίν, η οποία μαζί με τη φυλή του Ιούδα θεωρούνται οι μόνες καθαρές φυλές.
Κατείχε τη ρωμαίκή υπηκοότητα από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ρωμαίος πολίτης, δικαίωμα το οποίο απέκτησε και ο ίδιος και από το οποίο φαίνεται ότι ο κάτοχός του καταγόταν από τα ανώτερα
στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Στο εβραϊκό του αρχικό όνομα Σαούλ η Σαύλος, κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να χρησιμοποιούν διπλή ονομασία, προστέθηκε αργότερα
δεύτερο όνομα – και ως Ρωμαίος πια πολίτης – το χρησιμοποιούμενο στις Πράξεις ελληνικό η ρωμαϊκό όνομα Παύλος, ομόηχο του Ιουδαϊκού Σαύλος (Σαύλος – Παύλος). Η δεύτερη ονομασία δεν ήταν
ασυνήθης ενέργεια στις ευκατάστατες και οπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οικογένειες.

Ο Άγιος Ιερώνυμος, έχοντας υπ’ όψιν του κάποια αρχαία παράδοση αναφέρει ότι ο Παύλος καταγόταν από τα Γίσχαλα η Κίσχαλα (Gischala) της Γαλιλαίας της Παλαιστίνης, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος,
ενδεχομένως, από τους προγόνους του καταγόταν από τα Κίσχαλα.

Κατά την όγδοη ημέρα από της γεννήσεώς του ο Παύλος περιτμήθηκε, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και νομοταγείς, αν και ήταν ελληνιστές, όπως και ο ίδιος ο Παύλος ήταν
ελληνιστής της διασποράς.

Στην Ταρσό, όπου επέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του εφρόντισαν να αποκτήσει την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική μόρφωση, όπως άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τις Επιστολές του. Εκεί
έμαθε την ελληνική γλώσσα και εδιδάχθηκε γενικότερα την ελληνική σκέψη και τον τρόπο ζωής.



Στην πόλη αυτή η Ιουδαϊκή παροικία διατηρούσε τα ήθη και έθιμά της και την κοινωνική ζωή της γύρω από τη Συναγωγή που ήταν το πνευματικό κέντρο. Η Συναγωγή αποτελούσε, επίσης, το κέντρο της
λατρείας της θρησκείας, της προσευχής και της διδαχής του λόγου και του Νόμου του Θεού. Γαλουχημένος ο Παύλος μέσα σε αυτό το περιβάλλον ευσεβείας άκουσε για το σεβασμό στους Πατριάρχες και
τους Προφήτες και εδιδάχθηκε για την τήρηση του Νόμου με ζήλο. Μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο αυστηρό θρησκευτικό ιουδαϊκό περιβάλλον ο Παύλος απέκτησε βαθιά συνείδηση της μεγάλης σημασίας που
είχε η τήρηση του Νόμου για την επιβίωση του λαού του Ισραήλ, αλλά και την ελπίδα απελευθερώσεώς του από τους Ρωμαίους. Έτσι έμαθε τη μητρική του γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα πιο πολύ σε
ιουδαϊκό παρά σε ελληνικό περιβάλλον και η παίδευσή του και η όλη ανατροφή του ήταν αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Άλλωστε η εβραϊκή – αραμαϊκή γλώσσα θα πρέπει να ομιλείτο και στο σπίτι του, γιατί
έτσι εξηγείται και η ευχέρειά του να προσφωνήσει αργότερα τους συγκεντρωμένους στα Ιεροσόλυμα «τη εβραΐδι διαλέκτω».

Ο Απόστολος Παύλος δεν αρκέσθηκε στην παραπάνω ελληνική μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του Ταρσό, αλλά επήγε στα Ιεροσόλυμα, για να τη συμπληρώσει με σπουδές του Νόμου κοντά σε
σοφούς ραββίνους της Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας του Ιουδαϊσμού. Η απόφασή του να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα δείχνει αφ’ ενός τη συντηρητικότητα του θρησκευτικού περιβάλλοντος από το οποίος
προερχόταν και ακόμη την πρόθεσή του να γνωρίσει πληρέστερα και καλύτερα το Νόμο, ως καταγόμενος από τον Ιουδαϊσμό της διασποράς και αφ’ ετέρου την οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς του.
Μάλιστα στις Πράξεις αναφέρεται ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ανιψιός του Παύλου, υιός της αδελφής του. Φαίνεται ότι ο Παύλος είχε έγγαμη αδελφή εγκατεστημένη στα Ιεροσόλυμα, στην οικία της οποίας
ίσως διέμενε ο ίδιος κατά το διάστημα των εκεί σπουδώνμ του. Και αυτός, ενδεχομένως, να υπήρξε και ένας ακόμη λόγος η ο κύριος λόγος να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα για συμπληρωματικές σπουδές.

Στα Ιεροσόλυμα ο Παύλος σπούδασε παρά τους πόδας του συνετού φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβυτέρου εγγονού του Χιλλέλ), ο οποίος ήταν «τίμιος παντί τω λαώ» και, κατά το Ταλμούδ, ήταν
γνώστης της ελληνικής φιλολογίας και ενεθάρρυνε τις ελληνικές σπουδές. Από αυτόν το φαρισαίο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ο Παύλος εδιδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή θεολογία και έτσι το ύφος του, η
θεολογική μέθοδος και η χρήση της Γραφής τον εμφανίζουν ραββίνο της πιο αυστηρής και καθαρής μορφής· ενωρίς εντάχθηκε στην τάξη των Φαρισαίων, αν βέβαια δεν ανήκε σ’ αυτήν από τους γονείς του,
και έγινε ζηλωτής και βαθύς γνώστης όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά των πιο σπουδαίων και σημαντικών ζητημάτων του Νόμου. Έτσι διέθετε όλα τα απαραίτητα εφόδια ενός άριστα καταρτισμένου
νομοδιδασκάλου και επιδέξιου χειριστού της ραββινικής διαλεκτικής. Στα Ιεροσόλυμα εκτός από τις παραπάνω σπουδές του έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού που τον εβοήθησε αργότερα, ασκώντας την,
να συντηρείται και να μην επιβαρύνει τους πιστούς των Εκκλησιών στις οποίες εκήρυττε: «και δια το ομότεχνον είναι έμενε παρ’ αυτοίς και ηργάζετο». Η εκμάθηση τέχνης αποτελούσε συνήθεια των
Ιουδαίων λογίων και μάλιστα των ραββίνων αλλά και υποχρέωσή τους για να εξασφαλίζουν τη συντήρησή τους.

Ο Παύλος διακρινόταν για το ζήλο στο έργο του, την αγαθότητα των προθέσεών τουκαί τις φυσικές ικανότητες, αλλά και την ευρύτητα του πνεύματος, την ανησυχία και δυναμικότητά του, προσόντα τα οποία
ανέμεναν στην κατάλληλη στιγμή να αξιοποιηθούν. Αυτή η εμπνευσμένη και δυναμική προσωπικότητα έγινε τελικά το όργανο της θείας Χάριτος και εχρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση του θείου
σχεδίου. Άλλωστε μέσα στο στάδιο της θείας βουλής τόσο οι ανθρώπινες ικανότητες όσο και γενικότερα ο ανθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στην πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας και
καθοδηγούνται στην επίτευξη του σκοπού της σωτηρίας του κόσμου και των ανθρώπων. Η Χάρη του Θεού δεν άφησε την ικανή αυτή προσωπικότητα να συνεχίσει να στρέφεται εναντίον των πιστών του
Ευαγγελίου.

Μαρτυρίες ότι ο Παύλος εγνώρισε κατ’ άνθρωπον τον Κύριο δεν έχουμε, εκτός από κάποιο υπαινιγμό του ιδίου: «ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν». Φαίνεται όμως ότι
επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μετά το 30 μ.Χ.



Κατά το μαρτυρικό θάνατο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ακόμη εφύλαγε τα ρούχα που απέθεσαν στα πόδια του εκείνοι που ελιθοβόλησαν τον Πρωτομάρτυρα: «και οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια
αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου».

Με το όραμα της Δαμασκού, κατά υπερφυσικό και μοναδικό τρόπο, ο Χριστός τον εκάλεσε στο έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Η εμφάνιση όμως αυτή δεν ήταν μία υποκειμενική αντίληψη του Παύλου,
αλλά ένα γεγονός αντικειμενικό και ιστορικό, καθώς συνάγεται τούτο και από τη σημασία που του αποδίδει ο ίδιος ο Παύλος. Τον ξεχωρίζει από τις άλλες αποκαλύψεις και οπτασίες, που κατά καιρούς είχαν
γίνει σ’ αυτόν ακόμη και από την αρπαγή του μέχρι του τρίτου ουρανού για την οποία, όπως ομολογεί, δεν ήταν βέβαιος αν ήταν σωματική η όχι. Αντιθέτως, για την εμφάνιση του Ιησού στο όραμα της
Δαμασκού είναι απόλυτα βέβαιος ότι υπήρξε σωματική, και μάλιστα την συναριθμεί με τις λοιπές εμφανίσεις του Κυρίου, που έγιναν στους Αποστόλους κατά τις 40 ημέρες πριν από την Ανάληψή Του και την
προβάλλει, βεβαιώνοντας έτσι ότι και αυτός είδε τον Κύριο.

Συγκεκριμένα, στις Πράξεις αναφέρεται ότι, ενώ ο Παύλος επορεύετο από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό, για να συλλάβει άνδρες και γυναίκες Χριστιανούς και να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ,
ξαφνικά άστραψε ένα φως από τον ουρανό και ο Παύλος έπεσε καταγής και άκουσε μία φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;». Και ο Παύλος ερώτησε: «Ποιός είσαι Κύριε;». Και ο Κύριος
του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. Όμως σήκω τώρα και πήγαινε στην πόλη, όπου εκεί θα σου πουν τι πρέπει να κάνεις». «Οι άνδρες που τον συνόδευαν έμειναν
κατάπληκτοι, γιατί ενώ άκουγαν τη φωνή δεν έβλεπαν κανένα». Μόνο ο Παύλος είδε τον Κύριο, ενώ οι συνοδοί του αντελήφθηκαν ότι κάτι το έκτακτο συνέβη. Έτσι το γεγονός της θείας εμφανίσεως και
φωνής είναι και αντικειμενικά μαρτυρημένο.

Τελικά, σύμφωνα με τις οδηγίες, οδήγησαν τον Παύλο στη Δαμασκό και εκεί για τρεις ημέρες έμεινε τυφλός, χωρίς να φάει και να πιεί τίποτε. Στη Δαμασκό τον επισκέφθηκε κάποιος μαθητής ονόματι Ανανίας,
ο οποίος παρά τις επιφυλάξεις που είχε για τον Παύλο, λόγω της φήμης του ως διώκτου των Χριστιανών, και υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου: «Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του
βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών... εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν», έθεσε τα χέρια του επάνω στον Σαύλο και του είπε: «Αδελφέ, ο Κύριος που σου
φανερώθηκε στο δρόμο, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και να φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα». Αμέσως εκαθάρισαν τα μάτια του, ξαναβρήκε το φως, εσηκώθηκε, εβαπτίσθηκε και, αφού έφαγε,
ενδυναμώθηκε.

Εκεί εδέχθηκε την κατήχηση της διδασκαλίας του Χριστού και ασφαλώς αναθεώρησε καθ’ ολοκληρίαν τη φαρισαϊκή ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και την όλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον με τη νέα
εντολή που έλαβε από τον Κύριο. Στη συνέχεια μετέβη στην Αραβική έρημο, στο βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, παρ’ ότι τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στις Πράξεις, προκειμένου πιθανόν να
αποφύγει τους διώκτες του και αργότερα ξαναγύρισε στη Δαμασκό, όπου άρχισε το κηρυκτικό έργο του για μία τριετία: «αλλ’ απήλθον εις Αραβίαν και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν».

Στη Δαμασκό έμεινε μερικές ημέρες με τους Μαθητές του Χριστού και εκήρυττε στις Συναγωγές ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, γεγονός που προκάλεσε την κατάπληξη σε όλους όσοι τον άκουαν και
απορούντες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που κατεδίωκε στην Ιερουσαλήμ όσους πίστευαν στον Ιησού και γι’ αυτό το σκοπό δεν έχει έλθει εδώ για να τους συλλάβει και να τους οδηγήσει δεμένους
στους Αρχιερείς;».

Αντίθετα ο Παύλος ενισχυόταν πιο πολύ και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους της Δαμασκού με το κήρυγμά του, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ύστερα από μερικές ημέρες οι Ιουδαίοι κατέληξαν τελικά
στην απόφαση να τον θανατώσουν και γι’ αυτό παραφύλαγαν τις πύλες εξόδου ημέρα και νύκτα. Η εχθρότητα και η απόφαση αυτή των Ιουδαίων, την οποία επληροφορήθηκε, ανάγκασαν τον Παύλο να
εγκαταλείψει τη Δαμασκό.



Εναντίον του Παύλου υποχρεώθηκε να κινηθεί και ο βασιλιάς των Ναβαταίων, ύστερα από καταγγελίες των Ιουδαίων της Δαμασκού. Φεύγοντας από τη Δαμασκό ο Παύλος κατέφυγε στην Ιερουσαλήμ
(37 – 38 μ.Χ.), για να γνωρίσει τους Αποστόλους και τον Πέτρο, κοντά στους οποίους παρέμεινε δεκαπέντε ημέρες και στο διάστημα αυτό δεν είδε κανέναν άλλον από τους Αποστόλους παρά μόνο τον
Ιάκωβο «τον αδελφόν του Κυρίου», όπως λέγει ο ίδιος, και παρ’ ότι προσπαθούσε να προσκολληθεί στους Μαθητές, εκείνοι ήσαν επιφυλακτικοί μαζί του, επειδή τον εφοβούνταν ως διώκτη τους. Τελικά,
όπως αναφέρεται στις Πράξεις, τον παρέλαβε ο Βαρνάβας, ο οποίος τον οδήγησε στους άλλους Αποστόλους και διηγήθηκε το θαύμα της μεταστροφής του, «πως εν τη οδώ είδε τον Κύριο», ο Κύριος
ελάλησε σ’ αυτόν και πως είχε τώρα την παρρησία να κηρύττει τον Ιησού. Έτσι έγινε δεκτός και άρχισε να συναναστρέφεται τους Μαθητές και να κηρύττει με θάρρος τον Ιησού. Και εδώ όμως οι ελληνόφωνοι
Εβραίοι – ελληνιστές επεδίωξαν να τον θανατώσουν. Αλλά μόλις το επληροφορήθηκαν οι αδελφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια και από εκεί τον εφυγάδευσαν στην πατρίδα του την Ταρσό. Στις Πράξεις
αναφέρεται ότι ο Κύριος εμφανισθείς «εν εκστάσει» του είπε: «Σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ διότι ου παραδέξονταί σου την μαρτυρίαν περί εμού». Προηγουμένως, όπως μας πληροφορεί ο
ίδιος, «ήλθε στα μέρη της Συρίας και Κιλικίας» κηρύττοντας το λόγο του Θεού. Γι’ αυτή όμως την κηρυκτική του δραστηριότητα στα μέρη αυτά, που πρέπει να ήταν σημαντική, δεν έχουμε κάποιες
πληροφορίες ούτε και από τον ίδιο, εκτός από φήμες που είχαν οι άλλες Εκκλησίες, οι οποίες και εδόξασαν τον Θεό γι’ αυτό.

Στην γενέτειρά του Ταρσό τον ανεζήτησε αργότερα ο Βαρνάβας και τον μετέφερε στην Αντιόχεια, για να συνεχίσουν εκεί το έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου και να ενισχύσουν τους εκεί αδελφούς. Στην
Αντιόχεια ως γνωστόν, ονομάσθηκαν οι μαθητές του Χριστού για πρώτη φορά «Χριστιανοί». Από την Αντιόχεια εταξίδεψαν και πάλι στα Ιεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), για να μεταφέρουν βοηθήματα της
Εκκλησίας της Αντιοχείας, στους πτωχούς αδελφούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, που υπέφεραν από την πείνα επί Κλαυδίου Καίσαρος. Και αφού εξεπλήρωσαν την αποστολή τους, επέστρεψαν πάλι
στην Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Μάρκο.

Από την Αντιόχεια άρχισε η Α’ Αποστολική περιοδεία (44 – 45 μ.Χ. η 47 – 48 μ.Χ.) κατά τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο: καθώς προσεύχονταν σε κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφήτες και διδάσκαλοι
μαζί με τους Βαρνάβα και Παύλο, και μετά από κάποια χαρισματική αποκάλυψη, το Άγιο Πνεύμα είπε να ξεχωρίσουν τους Βαρνάβα και Παύλο για το έργο για το οποίο τους είχε καλέσει.

Για την πρώτη Αποστολική περιοδεία μας πληροφορούν οι Πράξεις. Αρχηγός της αποστολής αυτής ήταν ο Βαρνάβας και αυτή περιελάμβανε τη Σελεύκεια, ολόκληρη την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την
Αντιόχεια της Πισιδίας και τις πόλεις της Λυκαονίας μέχρι το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη.

Στην Αντιόχεια ο Παύλος πρότεινε στον Βαρνάβα να αρχίσουν τη Β’ Αποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. – αρχές 52 μ.Χ. η 48/49 – 51/52 μ.Χ.) και να επισκεφθούν ξανά τις Εκκλησίες που είχαν ιδρύσει κατά
την πρώτη περιοδεία τους και να στηρίξουν τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών. Ο μεν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τον Ιωάννη – Μάρκο, επήγε στην Κύπρο, ο δε Παύλος επήρε για συνοδό του τον Σίλα
και με τη Χάρη του Θεού περιόδευσαν τη Συρία και Κιλικία, στηρίζοντας τους πιστούς των Εκκλησιών των περιοχών αυτών. Από εκεί έφθασαν στις πόλεις Δέρβη και Λύστρα, απ’ όπου ο Παύλος παρέλαβε
μαζί του τον Τιμόθεο, τον οποίο περιέτεμε για τους Ιουδαίους, επειδή ήταν ελληνιστής, και συνέχισαν την περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τη Φρυγία και τη Γαλατική χώρα, όπου όμως παρέμειναν
αναγκαστικά λόγω ασθενείας του Παύλου και έτσι εκήρυξε και εκεί το λόγο του Θεού με επιτυχία. Με υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τους οδηγούσε σ’ όλη την πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά και
κατέληξαν στην Τρωάδα.



Ευρισκόμενοι στην Τρωάδα και ενώ πιθανόν διαλογιζόταν ο Παύλος αν έπρεπε να περάσει στην αντίπερα ακτή, για να κηρύξει το λόγο του Θεού, δηλαδή στη Μακεδονία και Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό πια
έδαφος, το Πνεύμα το Άγιο τον καθοδήγησε και πάλι. Εμφανίσθηκε κάποιος άνδρας Μακεδόνας κατ’ όναρ «παρακαλών αυτόν και λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν». Το όραμα αυτό ο Παύλος το
εθεώρησε ως θεία κλήση για να κηρύξει το λόγο του Θεού και σε ευρωπαϊκό έδαφος και γι’ αυτό ανεχώρησε από την Τρωάδα, συνοδευόμενος από τον Σίλα και Τιμόθεο στους οποίους προστέθηκε και ο
ιατρός Λουκάς, και μέσω Σαμοθράκης την επομένη έφθασαν στη Νεάπολη και από εκεί στους Φιλίππους, όπου εκήρυξαν το λόγο του Θεού έχοντας καλά αποτελέσματα, αφού προσείλκυσαν πολλούς
Χριστιανούς. «Εξήλθομεν έξω της πόλεως παρά τον ποταμόν, ου ενομίζετο προσευχή είναι» και εκεί συνάντησαν τις σεβόμενες τον Θεό γυναίκες προς τις οποίες ο Παύλος ομίλησε με αποτέλεσμα μία από
αυτές, η πορφυρόπωλις Λυδία, να δεχθεί το φωτισμό του Κυρίου, να βαπτισθεί μαζί με όλη την οικογένειά της και με επίμονες παρακλήσεις να πείσει τους Αποστόλους να μείνουν στο σπίτι της. Εκεί ο
Παύλος εθεράπευσε τη μαντευομένη παιδίσκη, που απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της, οι οποίοι και κατήγγειλαν το γεγονός στις αρχές, με επακόλουθο τη σύλληψη του Παύλου και των συνοδών του,
με την κατηγορία ότι διαταράσσουν την πόλη, κηρύττοντας ιδέες και ήθη ξένα στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα της δίκης ήταν να καταδικασθούν σε σκληρούς ραβδισμούς και σε εγκλεισμό στη φυλακή.

Αλλά οι προσευχές και οι δοξολογίες των φυλακισμένων καθώς και ένας ισχυρός σεισμός είχαν ως συνέπεια να ανοίξουν οι πόρτες του δεσμωτηρίου και να λυθούν τα δεσμά των φυλακισμένων. Τούτο
ανησύχησε το δεσμοφύλακα, ο οποίος αποπειράθηκε να σκοτωθεί, επειδή ενόμισε ότι οι φυλακισμένοι εδραπέτευσαν, αλλ’ η παρέμβαση του Παύλου όχι μόνο του έσωσε τη ζωή, αλλά τον εκατήχησε και
εβάπτισε αυτόν και όλη την οίκογένειά του. Στη συνέχεια οι στρατηγοί της πόλεως διέταξαν την απελευθέρωση των Αποστόλων, αλλά επειδή ο Παύλος επικαλέσθηκε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου, που
είχε, ήλθαν οι ίδιοι και τους παρεκάλεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πράγματι ο Παύλος και η συνοδεία του, αφού συνάντησαν τους λίγους πιστούς στην οικία της Λυδίας και ευχαρίστησαν τον Θεό,
ανεχώρησαν μέσω Αμφιπόλεως και Απολλωνίας για τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια. Την πρώτη Εκκλησία της Θεσσαλονίκης απετέλεσαν αρχικά μερικοί μεν Ιουδαίοι, περισσότεροι δε από τους
«σεβομένους» Έλληνες και κυρίως πολλές γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξεως της πόλεως «γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι». Η παράδοση διέσωσε μεταξύ των πρώτων Χριστιανών της
Θεσσαλονίκης μερικά ονόματα, όπως ο Ιάσων, ο Αρίσταρχος, ο Σεκούνδος, ο Γάιος, Θεσσαλονικείς συνεργάτες του Παύλου.

Το κήρυγμα του Παύλου στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν χωρίς δυσκολίες και αντιδράσεις. Όπως συνέβη στους Φιλίππους, όπου κατηγορήθηκαν ο Παύλος και οι συνοδοί του ενώπιον του δήμου και των
στρατηγών ως ταραχοποιοί και ως διδάσκοντες για θεωρίες που αντιβαίνουν τα ρωμαϊκά ήθη, έτσι και τώρα στη Θεσσαλονίκη η επιτυχία του κηρύγματος του Παύλου ενόχλησε τους Ιουδαίους που δεν
επίστεψαν, γιατί έβλεπαν ότι σημαντικός αριθμός Θεσσαλονικέων Ιουδαίων προσχωρούσε στη νέα πίστη και εγίνονταν Χριστιανοί και γι’ αυτό έπρεπε να αντιδράσουν με κάθε τρόπο. Ο πιο αποτελεσματικός
τρόπος ήταν να εξουδετερώσουν τον Παύλο και τους συνοδούς του χρησιμοποιώντας τη βαρύτερη κατηγορία. Επεχείρησαν δηλαδή να τους εμφανίσουν ότι στρέφονται εναντίον των ρωμαϊκών αρχών και
τους απέδωσαν τις κατηγορίες της εσχάτης προδωσίας και της στάσεως εναντίον των αρχών του κράτους. Προς τούτο «προσλαμβανόμενοι των αγοραίων άνδρας τινάς πονηρούς και οχλοποιήσαντες
εθορύβουν την πόλιν» προεκάλεσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις και ταραχές με αποτέλεσμα να αναστατώσουν την πόλη. Αναζήτησαν τον Παύλο και τους συνεργάτες του, για να τους οδηγήσουν ενώπιον των
αρχών της πόλεως. Όμως οι Χριστιανοί, άγρυπνοι και ανήσυχοι, παρακολουθούσαν τιν κινήσεις των αντιτιθέμενων Ιουδαίων και των αρχών και έλαβαν έγκαιρα τα μέτρα τους για τη διάσωση των Αποστόλων.

Γι’ αυτό και οι διώκτες του, αφού δεν ευρήκαν τον Παύλο και τους συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στο σπίτι του Ιάσονος, για τον οποίο είχαν πληροφορηθεί ότι τους είχε προσφέρει φιλοξενία και εργασία.

Αλλ’ επειδή η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι σοβαρή και πολύ κρίσιμη για τον Παύλο και τους συνοδούς του, γι’ αυτό «οι αδελφοί ευθέως δια νυκτός εξέπεμψαν τον Παύλον και Σίλαν εις Βέροιαν»
συνοδευομένους από μια ομάδα Χριστιανών Θεσσαλονικέων για την ασφαλέστερη πορεία τους μέχρι τη Βέροια και την εγκατάστασή τους σε γνωστό και ασφαλές περιβάλλον.

Στο ολιγόχρονο διάστημα της παραμονής των Αποστόλων στη Βέροια, ο Παύλος με τους συνοδούς του επήγαν στη Συναγωγή των Ιουδαίων, όπου καυ συνέχισαν εκεί το κήρυγμά τους. Και στη Βέροια
ακολουθήθηκε η ίδια τακτική που είχε εφαρμοσθεί στους Φιλίππους και στη Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν και εκεί ταραχές «σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους» και τους εξήγειραν εναντίον των
Αποστόλων, οπότε αναγκάσθηκαν οι Βεροιείς, για να διασώσουν τον Παύλο, να τον φυγαδεύσουν, οδηγώντας τον σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ίσως στη Μεθώνη, και από εκεί ανεχώρησε για την Αθήνα.

Φεύγοντας από τη Μεθώνη δια θαλάσσης ο Παύλος έφθασε στην Αθήνα και κατά τη συνήθη τακτική του επικοινώνησε με τους ολίγους Ιουδαίους στη Συναγωγή καθώς και με τους προσηλύτους της πόλεως.



Στην αγορά της πόλεως, στην οποία συνήθιζαν τότε να συχνάζουν οι διάφοροι φιλόσοφοι και διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς απ’ αυτούς και συζήτησε μαζί τους το μήνυμα του Χριστού για τη σωτηρία των
ανθρώπων και τη λύτρωση του κόσμου. Φαίνεται ότι αυτοί αρχικά ευρήκαν ενδιαφέρουσα τη συζήτηση με τον Παύλο και του εζήτησαν να αναπτύξει τη διδασκαλία του ενώπιον του Αρείου Πάγου, που ήταν
και ο υπεύθυνος για τα θρησκευτικά θέματα και τα ήθη της πόλεως. Πράγματι, ο Παύλος, παίρνοντας ως βάση τη λατρεία των Ελλήνων προς τον Άγνωστο Θεό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις επικρατούσες
τότε ιδέες των Στωικών δεχομένων, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, ότι: «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», κατ’ αρχήν έλεγξε την πλάνη τους για τη λατρεία των ειδώλων και έπειτα τους ομίλησε για
τον αληθινό και ζώντα Θεό, τον Λυτρωτή Ιησού, ο οποίος απεστάλη από τον Θεό να κηρύξει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αυτόν τον Ιησού, ο οποίος αναστήθηκε εκ νεκρών, όρισε ο Θεός να κρίνει όλους
τους ανθρώπους, ζώντες και νεκρούς, οι οποίοι θα αναστηθούν κατά την ημέρα εκείνη της κρίσεως όλης της οικουμένης και ανάλογα με τα έργα τους θα τύχουν αιώνιας ζωής η κολάσεως.

Αλλά το κήρηγμα αυτό του Παύλου για την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα κρίση προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Αθηναίων και άλλοι τον ειρωνεύθηκαν απροκάλυπτα και άλλοι του είπαν μάλλον
αδιάφορα ότι: «θα σε ακούσουμε άλλη φορά». Γι’ αυτό και το κήρυγμά του είχε πολύ πτωχά αποτελέσματα· από τους Αθηναίους επίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ των οποίων ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μία
γυναίκα ονόματι Δάμαρις.

Στενοχωρημένος ο Παύλος εγκατέλειψε την Αθήνα, αφού το κήρυγμά του δεν είχε την επιτυχία των άλλων πόλεων που είχε επισκεφθεί πριν, και έφθασε στην Κόρινθο. Ευρήκε εκεί ένα ζευγάρι Ιουδαίους,
τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, που μόλις είχαν έλθει από την Ιταλία αφού ο Κλαύδιος έδιωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη και, επειδή ήταν και αυτοί ομότεχνοι, έμεινε στο σπίτι τους. Και στην Κόρινθο ο
Παύλος άρχισε το κήρυγμά του από τη Συναγωγή, όπως συνήθιζε πάντα, με απλά όμως λόγια αυτή τη φορά και χωρίς τις φιλοσοφικές εκείνες ιδέες που ανέπτυξε στους Αθηναίους. Τους μίλησε μόνο για τον
«Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Επειδή όμως και εδώ οι Ιουδαίοι αντέδρασαν στο κήρυγμα του Παύλου και δεν θέλησαν να αποδεχθούν το περιεχόμενό του, ο Παύλος εστράφηκε προς τους
εθνικούς, «και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις την οικίαν τινός ονόματι Τιτίου Ιούστου, σεβομένου τον Θεόν, ου η οικία ην συνομορούσα τη συναγωγή», από τους οποίους επίστεψαν πολλοί και εβαπτίσθησαν·
μεταξύ αυτών δε ήταν και ο αρχισυναγωγός Κρίσπος και όλοι οι οικείοι του. Μάλιστα ο Κύριος απεκάλυψε στον Παύλο «δι’ οράματος εν νυκτί... μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, διότι εγώ ειμι μετά σου,
και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί τε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη». Γι’ αυτό και παρέμεινε στην Κόρινθο «ενιαυτόν και μήνας εξ» διδάσκοντας στους Κορινθίους το λόγο του Θεού και
βοηθούμενος στο έργο του από τους Τιμόθεο και Σίλα, που επέστρεψαν εν τω μεταξύ από τη Βέροια, φέρνοντες ευχάριστα νέα για τη στερέωση της πίστεως των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης και Βεροίας.

Αυτά τα νέα έδωσαν την ευκαιρία στον Παύλο να γράψει τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του. Το κήρυγμα τουν Παύλου στην Κόρινθο είχε καρποφόρα αποτελέσματα, πράγμα που προκάλεσε την
αγανάκτηση των Ιουδαίων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν στο Ρωμαίο ανθύπατο Γαλλίωνα. Ο Γαλλίων όμως μη επιθυμών να αναμιχθεί σε ζητήματα «περί λόγου και ονομάτων και νόμου», τους έδιωξε.

Ύστερα από μερικές ακόμα ημέρες παραμονής του στην Κόρινθο ο Παύλος ανεχώρησε μαζί με τους συνοδούς του Ακύλα και Πρίσκιλλα για τη Συρία, με πρώτο σταθμό την Έφεσο, στην οποία έμεινε λίγο
χρόνο, παρά τις παρακλήσεις των πιστών της να μείνει περισσότερο κοντά τους. Από την Έφεσο έφθασε στην Καισάρεια και κατέληξε στην Αντιόχεια, αφού προηγουμένως ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ να
χαιρετήσει την εκεί κοινότητα των πιστών.

Στην Έφεσο, όταν έφθασε ο Παύλος, κατά την Τρίτη αποστολική περιοδεία (άνοιξη 52 – άνοιξη 57 μ.Χ.), άρχισε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και της ενισχύσεως των πιστών, καταδεικνύοντας τη θεία
προέλευση και αλήθεια της διδασκαλίας του ακόμη και με τα θαύματα που επιτελούσε, θεραπεύοντας ασθενείς και δαιμονιζομένους.



Ο Απόστολος Παύλος τελικά ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος από μερικούς μαθητές από την Καισάρεια. Οι Ιουδαίοι, που φαίνεται ότι επερίμεναν τον Παύλο, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και
μόλις κατόρθωσε να διασωθεί από βέβαιο θάνατο από το Ρωμαίο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αυτός τον παρέπεμψε με συνοδεία και σχετική επιστολή στο Ρωμαίο Διοικητή της Καισαρείας Φήλικα, ο οποίος τον
εκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57 – 59). Τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Φήστος και οι Ιουδαίοι εζήτησαν τότε απ’ αυτόν να τους παραδώσει τον Παύλο, για να τον δικάσουν αυτοί στα Ιεροσόλυμα. Βλέποντας
ο Παύλος ότι αντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, έκανε χρήση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτου και εζήτησε να δικασθεί από τον Καίσαρα, πράγμα που έγινε δεκτό.

Στη Ρώμη ο Απόστολος Παύλος έμεινε μία ολόκληρη διετία (60 – 62 μ.Χ. η 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σε ιδιαίτερη ενοικιασμένη οικία, όπου μπορούσε να δέχεται όλους όσοι ήθελαν να τον επισκεφθούν, να
κηρύττει το λόγο του Θεού και να διδάσκει για τον Ιησού Χριστό με παρρησία και χωρίς μεγάλα εμπόδια. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στη Ρώμη ο Παύλος έγραψε την προς Εφεσίους Επιστολή
καθώς και τις λεγόμενες Επιστολές αιχμαλωσίας.

Για την παραπέρα πορεία και δραστηριότητα του Παύλου, την τέταρτη αποστολική περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. η 61 – 64 μ.Χ.), οι πληροφορίες είναι πενιχρές και έμμεσες και δεν συμφωνούν απόλυτα. Από τις
σποραδικές αναφορές και τους υπαινιγμούς των Πράξεων, από κάποιες ειδήσεις της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως όπως του Κλήμεντος Ρώμης, του Μορατορίου Κανόνος, του Ευσεβείου
Καισαρείας, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου, του Αγίου Ιερωνύμου και από τις μαρτυρίες των Ποιμαντικών Επιστολών, συνάγεται ότι ο Παύλος μετά την
απαλλαγή του από τη δίκη στη Ρώμη, εταξίδεψε «μέχρις εσχάτων της Δύσεως». Τούτο κατά τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά την εκτίμηση μερικών, μέχρι την Ισπανία. Σύμφωνα με τις
Ποιμαντικές Επιστολές, κατά την Δ’ Αποστολική περιοδεία ο Παύλος επισκέφθηκε την Έφεσο, τη Μακεδονία, την Κρήτη, τη Νικόπολη, την Τρωάδα, τη Μίλητο και την Κόρινθο, πιθανόν και τις Εκκλησίες των
Κολοσσών, Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, εκπληρώνοντας παλαιά υπόσχεσή του προς τον Φιλήμωνα και τους Κολοσσαείς, για να γνωρίσει και προσωπικά τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών που δεν είχε
συναντήσει μέχρι τότε.

Η σύλληψη και μεταφορά του Παύλου στη Ρώμη έγινε μεταξύ της ανοίξεως και του θέρους του 65 μ.Χ. Οι συνθήκες της δεύτερης αυτής φυλακίσεώς του ήσαν οπωσδήποτε διαφορετικές από την πρώτη. Είχε
ασφαλώς ολιγότερες ελευθερίες για να τον επισκέπτονται οι φίλοι του, όπως ο Ονησιφόρος, ο Εύβουλος και Πούδης, ο Λίνος και η Κλαυδία και άλλοι, και οι συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκάς, Τυχικός.

Φαίνεται ότι κατά το διάστημα της φυλακίσεώς του αυτής έγραψε τη Β’ προς Τιμόθεον Επιστολή, η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού μετά από τη φυλάκισή του αυτή οδηγήθηκε στο μαρτυρικό
θάνατό του.

Ο ακριβής χρόνος του θανάτου του Παύλου δεν είναι γνωστός, ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών, τις οποίες όμως αναπληρώνει η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, η οποία συνδέει το μαρτυρικό
θάνατο του Παύλου με το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου και αναφέρει σχετικά μόνο ότι οι δύο Απόστολοι εμαρτύρησαν κατά το διωγμό του Νέρωνος, χωρίς να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο του μαρτυρίου
τους. Εξ άλλου ο χαρακτηρισμός της 29ης Ιουνίου ως «γενεθλίου» ημέρας τους δεν δηλώνει την ημέρα του μαρτυρίου τους, αλλά την καθιέρωση του κοινού εορτασμού της μνήμης τους, το 258 μ.Χ., ίσως
λόγω της ανακομιδής των λειψάνων τους. Το πιθανότερο είναι ο Παύλος να εμαρτύρησε στα τέλη περίπου του έτους της συλλήψεώς του, το 65 μ.Χ. η το αργότερο στις αρχές του 66 μ.Χ. Τον εξετέλεσαν με
ξίφος κοντά στην «περιοχή του Λικινίου», παρά την Οστία οδό, σε τόπο ονομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», που σήμερα είναι γνωστός ως Μονή των «Τριών Πηγών». Εκεί κοντά και τον ενταφίασαν. Στον τόπο
της Ταφής ο Ανίκητος του ανήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», που πιθανόν περικλειόταν σε κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.



Ένας από τους σκληρότερους χριστιανομάχους αυτοκράτορες ήταν ο Πόπλιος Λικίνιος Ουαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.). Όταν ανέλαβε την εξουσία, εμεθόδευσε συστηματικώτερα τους διωγμούς. Εστράφηκε
κατά του κλήρου, της λατρείας, της περιουσίας και των κοιμητηρίων της Εκκλησίας. Τα μέτρα του εφαρμόσθηκαν περί το 257 μ.Χ. με πραγματική αγριότητα. Θανατώνει τους Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς,
δημεύει περιουσίες, απαγορεύει τις συνάξεις στους τόπους ταφής των Χριστιανών. Ο διάδοχος του μαρτυρήσαντος, το 257 μ.Χ., Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Έλληνας Επίσκοπος
Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), για να προλάβει σκύλευση των τάφων των δύο Αποστόλων, κάνει κρυφά την ανακομιδή των αγίων λειψάνων τους από τα μνημεία – τρόπαιά τους, πιθανώς στις 29 Ιανουαρίου του
258 μ.Χ., και τα μεταφέρει στο κοιμητήριο που είναι σήμερα γνωστό ως Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Έτσι η ημερομηνία αυτή διατηρήθηκε ως σήμερα κοινού εορτασμού των Αποστόλων Πέτρου και
Παύλου, όχι πλέον σε ανάμνηση της καταθέσεως των τιμίων λειψάνων, η οποία είχε λησμονηθεί από το λαό, αλλ’ ως γενέθλιος ημέρα, δηλαδή ως εορτή του μαρτυρίου τους.

Μετά το 260 μ.Χ., ο νέος αυτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ήταν περισσότερο επιεικής. Εσταμάτησε τις απάνθρωπες σκληρότητες και επέστρεψε τους ναούς και τα κοιμητήρια. Η λατρεία αναπτύσεται
στο νέο τόπο ταφής των Αποστόλων. Επάνω από την Κατακόμβη του ιδρύεται το αρχαιότερο Μαρτύριο της Ρώμης. Έτσι, στις αρχές του 4ου αιώνος μ.Χ., η εορτή των Πρωτοκορυφαίων τιμάται στη Ρώμη σε
τρεις τόπους. Στο Βατικανό ο Πέτρος, στην οδό της Ωστίας ο Παύλος και οι δύο μαζί στις Κατακόμβες.

Όταν η Εκκλησία απέκτησε τα πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ο Επίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) εξασφάλισε την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση
Μαρτυρίων στους τόπους αθλήσεως και αρχικής ταφής των Αποστόλων. Τα εγκαίνια των πρώτων κτισμάτων γύρω από τους τάφους των Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στο Βατικανό και στην οδό προς
την Ωστία στις 18 Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. με τη μετακομιδή των λειψάνων τους από την Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού στους τόπους αρχικής ταφής. Μόνο οι Τίμιες Κάρες των Αποστόλων εκρατήθηκαν
στον καθεδρικό ναό του Επισκόπου της Ρώμης, το ναό του Σωτήρος Χριστού του Λατερανού, σημερινό Άγιο Ιωάννη. Εκεί παραμένουν μέχρι σήμερα, επάνω από την κεντρική Αγία Τράπεζα, μέσα σε
κιβώρια.

Η Κωνσταντίνεια βασιλική του Βατικανού, παρά τις πολλές επισκευές λόγω των καταστροφών που τις προξένησαν οι βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και 6ου αιώνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αιώνες κέντρο
προσκυνηματικής ευσεβείας. Ήταν πεντάκλιτη βασιλική, με 90 μέτρα μήκος και 65 μέτρα πλάτος. Η Αναγέννηση κατέστρεψε τον πάνσεπτο αυτό ναό και στη θέση του έκτισε τον αχανή και βαρύ σημερινό
Άγιο Πέτρο (1626). Στην οδό προς την Ωστία ιδρύθηκε αρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, την οποία επεξέτειναν το 386 μ.Χ. οι αυτοκράτορες Ουαλεντιανός Β’, Θεοδόσιος και Αρκάδιος σε πεντάκλιτη και την
εγκαινίασε, το 390 μ.Χ., ο Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Η βασιλική διατηρήθηκε σχεδόν ακέραια μέχρι τον Ιούλιο του 1823, που εκάηκε από μεγάλη πυρκαγιά, αλλά αναστηλώθηκε με πιστότητα στο
αρχαίο της κάλλος.

Ο τάφος του Αποστόλου Παύλου καλύπτεται με μία μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή του 4ου αιώνος μ.Χ., που γράφει: «Στον Παύλο, Απόστολο Μάρτυρα».




Στίχος
Σταύρωσις εἷλε κήρυκα Χριστοῦ Πέτρον, Τομὴ δὲ Παῦλον, τὸν τεμόντα τὴν πλάνην. Τλῆ ἐνάτῃ Σταυρὸν Πέτρος εἰκάδ' ἄορ δέ γε Παῦλος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως· ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης,
πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον· διό σε μεγαλύνομεν, Πέτρε Ἀπόστολε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κανόνας πίστεως
Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν,
τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος καὶ Ἀπόστολος μέγιστος, καὶ σαγηνευτὴς ἐθνῶν θεῖος, ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἐδείχθης ὡς πλήρης ὢς φωτός, Ἀπόστολε Παῦλε ἀληθῶς·
τὸν γὰρ ἄγνωστον κηρύττεις ἡμῖν Θεόν, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.

Ἕτερον. Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ
μέγα ἔλεος.

Ἕτερον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως

Θεῖοι κήρυκες, τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καὶ δογμάτων οὐρανίων ἀκφάντορες, Πέτρε καὶ Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων
Πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καὶ λύτρωσιν παθῶν καὶ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου
Ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων πρωτόθρονος, καὶ μαθητὴς τοῦ Σωτῆρος θερμότατος, ἀπαύστως δυσώπει τὸν Κύριον, λυτροῦσθαι ἡμᾶς πάσης θλίψεως, Ἀπόστολε Πέτρε
πανεύφημε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἀποστόλων πρόκριτος, καὶ κορυφαῖος ἐδείχθης, προσκληθεὶς Ἀπόστολε, παρὰ Χριστοῦ οὐρανόθεν· ἔνθεν δή, τὴν οἰκουμένην πᾶσαν διῆλθες, ἅπαντας, καταφωτίζων
πρὸς θείαν πίστιν· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Παῦλε, Ἐκκλησιῶν ὁ φωστήρ.

Ἕτερον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον
Τοὺς ἀσφαλεῖς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Ἀποστόλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ
ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Ἕτερον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον

Ἀποστόλων πρόκριτοι, καὶ κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοὶ ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Πεῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς
Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καὶ ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.



Μεγαλυνάριον
Χαίροις κορυφαῖε μύστα Χριστοῦ, Ἀπόστολε Πέτρε, Ἀποστόλων ἡ καλλονή· χαίροις οἰκονόμε, τῶν δωρεῶν τῶν θείων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, καὶ ἐθνῶν ὁ κῆρυξ, καὶ διδάσκαλος καὶ φωστήρ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὑφηγητὴς ἁπάσης, καὶ μέγας λαμπαδοῦχος, Παῦλε Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον
Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.

Πηγή από: http://xristianos.gr/
Διαβάστε περισσότερα...