Προεπισκόπηση

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Βίος Οσίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού

Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού εορτάζει στις 17 Μαρτίου
Οι γονείς του Οσίου
Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στην Ρώμη στα χρόνια των ευσεβών βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου. Οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες ήταν παιδιά του Μεγάλου Θεοδοσίου και
βασίλεψαν ο Πρώτος στην Ανατολή και ο δεύτερος στη Δύση.
Ο πατέρας του Οσίου ελέγετο Ευφημιανός. Ο Ευφημιανός ήταν ένας τέλειος εργάτης του αμπελώνος του Σωτήρος Χριστού. Ο πολύς πλούτος δεν του νάρκωσε την καρδιά και
δεν του σκλάβωσε την ψυχή. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε με χριστιανικό τρόπο τον πλούτο του. Τον χρησιμοποίησε για ν' απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία.
Στο θείο και φιλάνθρωπο αυτό έργο του, τον βοηθούσε και η γυναίκα του, η Αγλαΐς. Φιλάνθρωποι, λοιπόν, ανοιχτόκαρδοι, πονόψυχοι, Χριστιανοί πραγματικοί ήταν οι γονείς του
Οσίου Αλεξίου. Η αγάπη τους αυτή για τους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους δεν ήταν αγάπη απλή, τυπική και υποκριτική αλλά αγάπη πλούσια, πηγαία, αληθινή...
Αλλά οι άνθρωποι του εγωϊσμού και της κακίας, οι σκλάβοι του πλούτου και των κοσμικών τύπων, άρχισαν να τους κατηγορούν και να τους περιπαίζουν. Και το αγαπημένο
ανδρόγυνο, χωρίς να παρασύρεται από τις ειρωνείες συγγενών, φίλων και γνωστών, συνέχισε την ευλογημένη του συνήθεια, να φιλοξενεί, να ευεργετεί, να ενθαρρύνει,
να ελεεί και να προσφέρει κάθε βοήθεια στον ανθρώπινο πόνο...

«Η γέννησις του Αλεξίου»
Το φιλάνθρωπο εκείνο ανδρόγυνο το βασάνιζε εν τούτοις μια σιωπηλή θλίψις. Ο κρυφός πόνος του και ο μεγάλος καϋμός τους ήταν, που δεν είχαν παιδί. Πάντοτε με ελπίδα και
πίστη προσευχότανε στο Θεό να τους εκπληρώσει την επιθυμία τους αυτή. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους. Έτσι η Αγλαΐς συνέλαβε και γέννησε παιδί, το οποίο ονόμασαν
Αλέξιο. Ο μικρός Αλέξιος άρχισε να μεγαλώνει μέσα σ' ένα περιβάλλον, που πλημμύριζε από αγάπη, χριστιανική αρετή και ανθρωπιά. Με το νεανικό του χέρι άρχισε κι' αυτός να
μοιράζει υλικά αγαθά στους φτωχούς και στα ορφανά.
Γενικά η ανατροφή του Αλεξίου ήταν πολύ επιμελημένη. Από την φροντισμένη αυτή χριστιανική διαπαιοαγώγηση διαμορφώθηκε ένας υπέροχος χαρακτήρας. Ήταν ακόμα ο
νεαρός Αλέξιος μυαλό λαμπερό. Έμαθε και ενετρύφησε, όχι μόνο στα εκκλησιαστικά συγγράμματα, αλλά και στην κοσμική παιδεία. Απ' όλη την μελέτη κατέληξε στο
συμπέρασμα, ότι ματαιότης και ποταπότης είναι όλα τα εγκόσμια. Με αυτές τις σκέψεις και με αυτά τα συμπεράσματα, ο φωτισμένος Αλέξιος άρχισε να παίρνει και τις αποφάσεις
του... Η πρώτη του, λοιπόν, ενέργεια ήταν να ντυθεί μέσα από τα πολυτελή του ενδύματα, κατάσαρκα, ράσο τρίχινο. Το ασκητικό αυτό ένδυμα το φορούσε κρυφά από τους γονείς
του. Δεν ήθελε να ξέρει κανένας γι' αυτό το γλυκό μυστικό της θείας χαράς του Ουρανού, που πλημμύριζε την ζωή του...



Ο γάμος του Αλεξίου
Ενώ όμως η καρδιά του θεοφώτιστου Αλεξίου λεγότανε από τον πόθο να ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και με αυστηρό ασκητικό τρόπο, οι γονείς του άλλα σχεδιάζανε.
Όταν, λοιπόν, έφθασε ο Αλέξιος σε κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του επέμειναν να τον νυμφεύσουν. Τότε πέρασε ο Όσιος μια μεγάλη κρίση, μια δύσκολη στιγμή. Δεν θέλησε να
αρνηθεί σθεναρά στους γονείς του. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα και βγήκε από το αδιέξοδο. Ο Όσιος γνώριζε ότι μία νέα ήθελε να μείνει και αυτή άγαμος, για να
υπηρετεί τους φτωχούς. Ήξερε ακόμη ότι κι' εκείνη πιεζότανε από τους γονείς της να παντρευτεί. Συνεννοήθηκε, λοιπόν, μαζί της και συμφώνησαν να στεφανωθούν, αλλά να
μείνουν παρθένοι και να εκπληρώσουν την κατά Θεό επιθυμία τους.
Ήρθε, λοιπόν, ύστερα από την συμφωνία αυτή και η μέρα των γάμων τους. Την νύχτα της ίδιας μέρας των γάμων τους, οι δύο νέοι αφού έμειναν μόνοι προσευχήθηκαν μαζί
αρκετή ώρα. Έπειτα με σύμφωνη γνώμη της ευσεβούς νέας, με την συναίνεση της, με την άδειά της, θα λέγαμε, ετοιμάστηκε ο Όσιος να φύγει μακρυά από τη Ρώμη, να πάει
αλλού, σε ξένο τόπο. Τύλιξε, λοιπόν, το δακτυλίδι του και την ζώνη του και την έδωσε στη νεαρή νύφη λέγοντας:
— Πάρε αυτά, αγαπητή μου, και φυλαξέ τα. Ο Θεός να βρίσκεται κοντά μας και να φροντίσει για μας...

Προς την Συρία
Αφού, λοιπόν, έτσι αποχαιρέτησε την νεαρή κόρη, πήγε στο διπλανό δωμάτιο του, ντύθηκε όσο μπορούσε πιο φτωχικά, πήρε μαζί του χρυσάφι, τιμίους λίθους και μαργαριτάρια
και κατέβηκε στο λιμάνι. Εκεί βρήκε ένα πλοίο, που έφευγε για την Συρία. Μπήκε μέσα και χωρίς δισταγμό ακολούθησε το μεγάλο ταξίδι... Όταν το καράβι έφτασε στην Λαοδίκεια,
ο Όσιος κατέβηκε στην πόλη, για να συνεχίσει από εκεί δια ξηράς το ταξίδι του προς την Έδεσσα της Συρίας. Εκεί, υπήρχε ο Ναός του Κυρίου, στον οποίο εφυλάσσετο η
αχειροποίητη εικόνα του Δεσπότου Χριστού. Γεμάτος από ένθεη χαρά έμεινε εκεί αρκετό καιρό. Μοίρασε στους φτωχούς τα αρκετά πολύτιμα αντικείμενά του και τα χρήματά του.
Ζούσε πλέον σκληρή ασκητική ζωή. Έμενε εκεί στον Ναό με παλιά, άχρηστα ρούχα σαν ζητιάνος και ένοιωθε ευτυχία να βλέπει την πολυπόθητη μορφή του Δεσπότου Χριστού,
στην αχειροποίητη εικόνα Του. Πολλοί ευσεβείς χριστιανοί του έδιναν ελεημοσύνη αλλ' αυτός δεν κρατούσε για τον εαυτό του, παρά μόνο ολίγα χρήματα για ν' αγοράζει ψωμί. Τα
άλλα τα μοίραζε στους φτωχούς. Και όσο ο καιρός περνούσε, όλο και πιο πολύ πρόκοβε στην αρετή και στην άσκηση. Προσευχότανε με θερμή πίστη, νήστευε και αγρυπνούσε.
Περνούσε τις μέρες του με αυστηρή εγκράτεια. Η αυστηρή ασκητική ζωή χάραξε στο πρόσωπο του τα σημάδια της. Η ομορφιά του προσώπου του χάθηκε. Η όψις του μαύρισε.
Τα μάτια του βαθουλώσανε μέσα στις κόγχες. Έγινε σαν άσαρκη σκιά. Και όμως μύριζε όλος αγιότητα. Η μορφή του ήταν τώρα αυστηρή, άλλα και γλυκιά. Κάθε Κυριακή
μεταλάβαινε τα Θεία και Άχραντα Μυστήρια.



Ο θρήνος των γονέων
Από την ήμερα, που εξαφανίστηκε από το σπίτι του ο Όσιος Αλέξιος, οι γονείς του θρηνούσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξεραν για ποιο μέρος έφυγε, ούτε μάθαιναν τίποτε γι' αυτόν.
Έκλαιγαν, λοιπόν, συνεχώς πικραμένοι. Για να μπορέσουν να τον βρουν, έστειλαν ανθρώπους τους παντού. Απεσταλμένοι του Ευφημιανού και της Αγλαΐδος έφθασαν ρωτώντας
γι' αυτόν, μέχρι την Έδεσσα. Έτσι, αφού οι απεσταλμένοι του Ευφημιανού πέρασαν πολλές πόλεις και επισκέφθηκαν πολλά Μοναστήρια ρωτώντας για τον Όσιο Αλέξιο, γύρισαν
άπρακτοι στην Ρώμη. Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός ξέσπασε τότε στο αρχοντικό του Οσίου και τους γονείς, τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς.
Δέκα επτά ολόκληρα χρόνια έμεινε στον νάρθηκα του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην Έδεσσα της Συρίας ο Όσιος Αλέξιος. Έζησε εκεί μέσα στην αυστηρή άσκηση, στην
αρετή και την αγιότητα. Η αγία του ζωή προκαλούσε το ενδιαφέρον των χριστιανών. Πολλοί χριστιανοί έτρεχαν κοντά του για να θαυμάσουν την αγιότητά του και την σκληρή
ασκητική ζωή. Τότε ο Όσιος φοβήθηκε μήπως επηρεασθεί από τις εκδηλώσεις του κόσμου, μήπως υπερηφανευθεί και στερηθεί έτσι της ουρανίας δόξης, γι' αυτό αποφάσισε να
πάει αλλού σε ξένο κι' άγνωστο τόπο. Ξεκίνησε, λοιπόν, για τα μέρη της Κιλικίας. Ήθελε να γνωρίσει την πατρίδα του Αποστόλου Παύλου, την Ταρσό. Καθώς όμως προχωρούσε
το καράβι, ξέσπασε άγρια θύελλα στην θάλασσα. Αντίθετοι, σφοδροί άνεμοι απεμάκρυναν τον καπετάνιο από την πορεία του. Η κακοκαιρία συνεχιζόταν επί πολλές μέρες. Τότε ο
καπετάνιος του καραβιού άλλαξε πορεία και πήρε κατεύθυνση για την Ρώμη. Έτσι, λοιπόν, ο Όσιος Αλέξιος, χωρίς να το σκεφθεί και να το επιζητήσει, βρέθηκε στο πατρικό
χώμα. Τότε σκέφθηκε, ότι ήταν θέλημα Θεού να ξαναδεί τους δικούς του.

Στο πατρικό του σπίτι
Προτού ξεκινήσει για το πατρικό του σπίτι, πήγε πρώτα στην Εκκλησία και προσευχήθηκε. Παρακάλεσε τον Θεό να τον βοηθήσει, ώστε να φέρει σε καλό τέλος την απόφαση του
αυτή. Έπειτα πήγε στο σπίτι του σαν άγνωστος, σαν ξένος, που είχε ανάγκη βοηθείας. Εκεί βρήκε εγκάρδια υποδοχή και περιποίηση, χωρίς όμως να τον αναγνωρίσει κανείς.
Από τότε έκανε τακτικές επισκέψεις στο σπίτι του, αλλά έμενε πάντα ένας άγνωστος καλόγηρος. Οι γονείς του του έδειχναν μεγάλη συμπάθεια, τον παρακαλούσαν να μείνει στο
σπίτι τους και να αφοσιώνεται απερίσπαστος στις θρησκευτικές του ασχολίες. Την διαμονή αυτή δεν την χρησιμοποίησε άκαρπα. Σ' όλους όσοι έφθαναν στο αρχοντικό και
δείπνιζαν, ανέπτυσσε ο Όσιος τον Λόγο του Θεού. Δίδασκε με θαυμαστό τρόπο και πρωτοφανή ζέση. Τα μάτια όλων κρεμόταν στα χείλη του. Όλοι τον άκουγαν με συγκίνηση.
Έτσι το σπίτι του Ευφημιανού δεν έδινε μόνο υλική τροφή και ενδυμασία για το σώμα, αλλά συγχρόνως και τροφή, για την ψυχή. Το σπίτι αυτό έλαμπε σαν μια «κατ' οίκον
Εκκλησία».



Ο φθονερός δαίμων τον πειράζει
Ο μισόκαλος και φθονερός δαίμονας βλέπει το έργο του Αλεξίου να αναπτύσσεται, να ριζώνει και να φουντώνει. Αυτή η προκοπή τον συγκλονίζει. Βάζει τους δούλους του
Ευφημιανού να τον περιφρονούν, να τον εμπαίζουν, να τον πειράζουν και να τον ενοχλούν συνεχώς. Ο Όσιος καταλαβαίνει, ότι δοκιμάζεται και υπομένει με θαυμαστή καρτερία.
Τα υπομένει όλα με σιωπή, χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό, χωρίς την παραμικρή κουβέντα. Ο πειρασμός γινότανε πιο οξύς, όταν έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει για τον χαμό
του παιδιού του, και όταν έβλεπε την μητέρα του και την σεμνή κόρη, την σύζυγο του, να θρηνολογούν για το δικό του χαμό...
Πόλεμος γινότανε τότε μέσα του. Η αγάπη προς τους γονείς και η αγάπη προς τον Θεό τον έβαζαν στην μέση. Στο τέλος όμως νικούσε πάντοτε η αγάπη προς τον Θεό. Σε
τέτοιες στιγμές ο Όσιος προσευχότανε και υπενθύμιζε στον εαυτόν του ψιθυριστά τα λόγια του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ• ουκ εστί μου άξιος». Όποιος αγαπά
τον πατέρα ή την μητέρα του, περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για δούλος μου. Και όμως ο πόνος των γονέων πολλές φορές τον κλόνιζε. Τότε ο Όσιος παρακαλούσε τον
Θεό να του εκπληρώσει μια επιθυμία. Να μη πεθάνουν πιο νωρίς από εκείνον οι γονείς του από την στεναχώρια.

Η κοίμησις του Οσίου
Αλλά ο μάταιος και ποταπός επίγειος βίος περνάει γρήγορα. Έτσι γρήγορα έκλεισε και ο γεμάτος πόνους, κόπους και θυσίες επίγειος βίος του Οσίου Αλεξίου. Λίγες μέρες
προτού κοιμηθεί ο Όσιος και αναπαυθεί έτσι από τους κόπους και τα βάσανα, που πέρασε στη γη, του απεκάλυψε ο Θεός, ότι θα έφευγε από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο. Τότε
ζήτησε από από ένα δούλο του αρχοντικού του πατέρα του να του φέρει χαρτί και μελάνι. Κάθισε έπειτα και έγραψε με λίγα λόγια την ιστορία του και φανέρωσε το όνομά του. Για
να γίνει μάλιστα πιστευτός, έγραψε και μερικές λεπτομέρειες της ατομικής του ζωής. Υπενθύμισε τα λόγια, που είχε ειπεί στην νύφη, την γυναίκα του, όταν της έδωσε εκείνο το
βράδυ της αναχωρήσεώς του, το δακτυλίδι του.
Έπειτα έγραψε στους γονείς και στη γυναίκα του, σε τόνο παρακλητικό, να μην οργισθούν και να μη του κρατήσουν κακία, διότι τους βύθισε σε θλίψη και βάσανα. Ότι έπραξε,
τους έλεγε, το έπραξε διότι πρέπει να υπακούσει κανείς στο Σωτήρα του περισσότερο από τους γονείς και την σύζυγο. Αφού, λοιπόν, τελείωσε το γράμμα, έπεσε σε συνεχή
και αδιάλειπτη προσευχή.



Θαύμα στη Ρώμης
Λίγο, πριν κοιμηθεί εν Κυρίω ο Όσιος, έγινε ένα θαυμαστό γεγονός στην Ρώμη. Ενώ ιερουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος στον Ναό των Αγίων Αποστόλων της Ρώμης
παρόντος και του βασιλέως Ονωρίου, ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό που έλεγε:
— Την Παρασκευή «ο άνθρωπος του Θεού» εξέρχεται εκ του σώματος και ζητήσατε αυτόν, ίνα ποιήση υπέρ της πόλεως δέησιν, όπως μείνετε αβλαβείς.
Την Πέμπτη το βράδυ συγκεντρώθηκαν όλοι στον Ναό των Αγίων Αποστόλων και τέλεσαν ολονύκτια αγρυπνία. Παρακαλούσαν τον Θεό να τους υποδείξει που θα βρουν τον
δούλο Του, τον «άνθρωπον του Θεού», όπως τον ονόμασε η ουράνια φωνή. Κατά τα ξημερώματα ακούστηκε πάλι φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:
«Εν τω οίκω του Ευφημιανού έστιν ο άνθρωπος του Θεού».
Κατάλαβε τότε ο Ευφημιανός, ότι επρόκειτο για εκείνον τον πράο, τον διδακτικό και άγιο, που έμενε, κοντά του. Έτρεξε, λοιπόν, με τον Αρχιερέα, τον Βασιλέα και τους άλλους
άρχοντες προς το φτωχικό οικίσκο, που έμενε ο Όσιος. Μόλις μπήκαν μέσα βρήκαν τον Άγιο με σκεπασμένο το πρόσωπο, ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα γραμμένο χαρτί.
Το χαρτί αυτό προσπάθησε να το πάρει ο Ευφημιανός, αλλά δεν μπορούσε. Έπειτα ξεσκέπασαν το πρόσωπο του Αγίου Αλεξίου και τότε είδαν όλοι με θαυμασμό, ότι το
πρόσωπο του άστραψε και ότι μετά δυσκολίας μπορούσε κανείς να το κοιτάξει. Αρχιερεύς, Βασιλεύς και λαός γονάτισαν τότε με ταπείνωση και ασπάσθηκαν το λείψανο του
Αγίου. Έπειτα, αφού προσευχήθηκαν, πήραν από τα χέρια του το γράμμα και το διάβασαν. Ήταν ο Αλέξιος! Ήταν ο Όσιος ανέκραξαν όλοι.
Με ασυγκράτητη και ανάμεικτη συγκίνηση ρίχτηκε τότε ο Ευφημιανός στο λείψανο του Αγίου, του παιδιού του και το πότιζε με δάκρυα στενάζοντας, κλαίγοντας και
μοιρολογώντας... Προστέθηκαν σε λίγο και οι θρήνοι της μητέρας του Αγλαΐδος και της ευσεβούς κόρης και νύμφης της. Πως ν' αντιδράσουν σ' αυτό το θαυμαστό γεγονός; Να
κλάψουν ή να χαρούν; Να πενθήσουν τον θάνατο ή να πανηγυρίσουν την εύρεση; Έπειτα ο Πατριάρχης και ο Βασιλεύς, σχεδόν με την βία, έφεραν το λείψανο στο κέντρο της
πόλεως για να το ασπασθούν όλοι. Εκεί έγιναν τότε θαυμαστά γεγονότα. Κωφάλαλοι μίλησαν και άκουσαν, δαιμονισμένοι γιατρεύτηκαν, λεπροί καθαρίστηκαν και πολλές άλλες
αρρώστιες εξαφανίζοντο μόλις οι ασθενείς καταφιλούσαν το ιερό λείψανο.
Το λείψανο μετακομίσθηκε στην Εκκλησία, όπου παρέμεινε μια εβδομάδα, ώστε όλοι να το ασπασθούν. Εν συνεχεία το έθαψαν στον Ναό του Αγίου Πέτρου. Από τον τάφο του
ανάβλυσε θείο μύρο ευωδέστατο, με το οποίο χρίσθηκαν και γιατρεύτηκαν πολλοί άρρωστοι. Ο Όσιος Αλέξιος εκοιμήθη στις 17 Μαρτίου του 410. Τότε Βασιλεύς της
Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Θεοδόσιος, υιός του Αρκαδίου, στη Ρώμη δε βασίλευε ο Ονώριος.

Ο Άγιος Αλέξιος «Ο Άνθρωπος του Θεού»
Ο Όσιος Αλέξιος ονομάζεται και ο «άνθρωπος του Θεού». Η ονομασία του αυτή δεν είναι γνωστό από που προήλθε. Η Παράδοσις λέγει, πως η Παναγία με αυτό το όνομα
απεκάλυψε στους ανθρώπους το όνομα του Αγίου. Αλλά εκτός αυτού και κατά την κοίμηση του Οσίου Αλεξίου ακούστηκε, φωνή από τον ουρανό, που έλεγε:
«Ζητήσατε τον άνθρωπο του Θεού...».
Κατά μίαν άλλη εκδοχή η ονομασία του ίσως να προήλθε και από τα λόγια με τα οποία απαντούσε ο Όσιος σ' όσους τον ρωτούσαν, ποιος ήταν. Απαντούσε τότε ο Άγιος,
ταπεινόφρονα, πως ήταν «άνθρωπος του Θεού», δηλαδή ένα από τα πλάσματα του Δημιουργού. Δεν είναι όμως και καθόλου παράδοξο την ονομασία του αυτή να του την
έδωσαν οι Χριστιανοί, που έβλεπαν την καλοσύνη του, την πραότητα του, την αγιότητα του... Είναι μια ονομασία που λέγεται και σήμερα περί ανθρώπου αφιερωμένου στον Θεό.

Η Αγία Κάρα του Οσίου
Στο ιστορικό Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα βρίσκεται και φυλάσσεται, από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, η Κάρα του Αγίου. Δωρήθηκε δε στην Ιερά αυτή Μονή από
τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1414. Ο Όσιος Αλέξιος θεωρείται προστάτης και πρόμαχος της ιστορικής πόλεως των Καλαβρύτων, αλλά και άγρυπνος φύλακας της
Ιεράς Μονής της Αγίας Λαύρας.
Ο Βάρβαρος Ασιάτης επί Τουρκοκρατίας κατά το 1585 βάζει φωτιά και ερειπώνει την Ιερά Μονή. Η ακόρεστη ληστρική ορμή του δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Επί δεκαπέντε χρόνια
μένει το Μοναστήρι έρημος τόπος χωρίς «αίνον και χωρίς θυσίαν...». Ύστερα το Μοναστήρι συγκροτείται και πάλι και η Μοναστική Πολιτεία συνεχίζεται. Νέα λεηλασία ξεσπάει
εναντίον της από βαρβάρους, Αλβανούς, Παπικούς το 1773. Κλέψανε τότε και την Κάρα του Αγίου, την οποία πουλήσανε στην Λάρισα. Εκεί, με το θέλημα του Θεού και ύστερα
από αρκετό χρόνο, την βρήκε ο Ηγούμενος του Μοναστηριού Άνθιμος και την έφερε, με μεγάλη χαρά και αγαλλίασι στο ιστορικό Μοναστήρι της Λαύρας, όπου φυλάσσεται μέχρι
σήμερα. Εκεί έχουν γίνει πολλά θαύματα. Η Ιερά Μονή Λαύρας έχει και μετόχι του Οσίου Αλεξίου στην Πάτρα.
Στην Λακωνία τιμούν με ξεχωριστό τρόπο την μνήμη του 'Οσιου, διότι διώχνει τις επιδημίες, που άπειλούν τον λαό. Στις περιπτώσεις θεραπείας από άρρώστειες, ο λαός
παριστάνει τον "Αγιο με άναμένο δαυλό στον ούρανό.




Στίχος
Ἄνθρωπος ἐν γῇ τοῦ Θεοῦ κληθεὶς μόνος, Ἕξεις τὶ καινὸν κἄν πόλῳ, Πάτερ μόνος. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ, Ἀλέξιε, πότμον ἀνέτλης.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν
καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Τοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους τους σοὺς Σοφέ, νοερῶς θεωροῦντες πάντες πιστοί, πάσης κατανύξεως τὰς ψυχὰς ἐμπιπλάμεθα, καὶ πρὸς θείους ὕμνους
καὶ δόξαν καὶ αἴνεσιν, τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων, παμμάκαρ Ἀλέξιε, πόθῳ ἐγκαρδίῳ, ἑαυτοὺς συγκινοῦμεν, ᾠδαῖς σε γεραίροντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶντές σοι,
ὡς Κυρίου θεράποντι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὶς τὰς σεπτάς σου ἀρετὰς ἀξίως εὐφημήσει, καὶ ἱκανῶς ὑμνήσει, Ἀλέξιε θεόφρον, τὴν σωφροσύνην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα, τὴν ἐγκράτειαν,
τὸν ἀκατάπαυστον ὕμνον, τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν, καὶ ἄμετρον ταπείνωσιν, δι' ὧν Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος γενόμενος. Πρεσβεύεις ἀεὶ ὑπὲρ τοῦ
κόσμου παντός· διὸ ἀκούεις Ὅσιε, νῦν παρὰ πάντων Πιστῶν. Χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάριον
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.

πηγή από: http://xristianos.gr/