Προεπισκόπηση

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Βίος Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας των μαρτύρων

Οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα οι Μάρτυρες τιμούνται στις 3 Μαΐου.
Το άγιο ξεκίνημα
Στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου κατά το τέλος του 3ου μετά Χριστό αιώνος. Δυο νέοι φλογεροί και δυνατοί στην πίστη, όμορφοι στο σώμα και στην ψυχή, ο Τιμόθεος και η Μαύρα,
ενώνονται με το μυστήριο του γάμου. Όλοι χαίρονται και πανηγυρίζουν. Περισσότερο βέβαια σκιρτούν από χαρά οι δυο ευλογημένοι νέοι. Είχαν αγαπήσει το Χριστό, από τη
βρεφική τους ακόμη ηλικία, περισσότερο από οποιονδήποτε και οτιδήποτε εδώ στη γη. Και να που σήμερα αξιώνονται να προσέλθουν στο μυστήριο του γάμου, που ο
Κύριος μας ευλόγησε. Η Μαύρα χαίρεται για τον ευσεβή και ενάρετο Τιμόθεο, ο οποίος μάλιστα ήταν Αναγνώστης στην Εκκλησία και πρόθυμος διάκονος στα φιλανθρωπικά
έργα και στις αγάπες. Ο Τιμόθεος καμαρώνει τη σεμνή Μαύρα, που τη στολίζει η αιδώς της χριστιανής νέας. Η ευλογία του Θεού ήταν πλούσια στη νέα οικογένεια. Το νεαρό
της ηλικίας τους, ο θαυμάσιος χαρακτήρας τους, η βαθειά τους πίστης, οι πολλές αρετές τους, όλα προεικόνιζαν μια σεμνή και αγία πνευματική συζυγική ζωή, μια πετυχημένη
οικογένεια, που ξεκίνησε με όλες τις καλές και άριστες προϋποθέσεις για την κατ' οίκον Εκκλησία.
Από τις πρώτες ήμερες μετά το μυστήριο του γάμου τους με αυτοσυγκέντρωση και πλήρη συναίσθηση της αποστολής των, άρχισαν με περισσότερο ζήλο τα έργα της αγάπης.
Ο Τιμόθεος, φλογερός καθώς ήταν στην Άγια Πίστη, καθημερινά κήρυττε στην Εκκλησία, στους δρόμους, στις πλατείες. Εκατοντάδες ειδωλολάτρες και Χριστιανοί άκουγαν με
ιερό πόθο τα πύρινα λόγια του. Δεκάδες βαπτίζοντο καθημερινά και πολλοί Χριστιανοί έπαιρναν τέτοια δύναμη, που και μαρτύριο ακόμη λαχταρούσαν. Η Μαύρα ήταν η
παρηγοριά των αρρώστων, των γερόντων, των ορφανών της μικρής κωμοπόλεως. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Διοκλητιανός (284 305 μ.μ.). Έπαρχος
της Θηβαΐδος ήταν ο Αρριανός, ο οποίος μισούσε και πολεμούσε με κάθε τρόπο τη νέα θρησκεία. Η δράσις των δύο φλογερών νέων, του Τιμοθέου και της Μαύρας, δεν
άργησε να φτάσει μέχρι τον άπιστο έπαρχο. Είκοσι μόλις ημέρες μετά το γάμο τους ο Τιμόθεος καλείται να απολογηθεί ενώπιο του Αρριανού. Αν η χαρά του Τιμοθέου ήταν
μεγάλη, όταν δίδασκε τους πιστούς, τώρα μπρος στον άπιστο Αρριανό είχε πολλαπλασιασθεί. Αφήνεται στην απέραντη Αγάπη του Κυρίου και ατενίζει σταθερά προς τον
Αρριανό. Ο έπαρχος, με βλέμμα βλοσυρό, με πρόσωπο γεμάτο θυμό και καταφάνερη οργή, τον προστάζει να του φέρει τα ιερά βιβλία από τα οποία δίδασκε τους Χριστιανούς.
Είχε σκοπό να τα καύση για να μη μπορεί πια ο Τιμόθεος να στηρίζει τους Χριστιανούς στην Ορθόδοξη Πίστη. Άλλα να η ηρωική απάντησης του Μάρτυρος.
—Ω ηγεμών, ποιος φρόνιμος πατήρ παρέδωκε, με την θέληση του τα τέκνα του εις τον θάνατον; Αν λοιπόν ο φιλόπαις πατήρ, υποτασσόμενος εις τους νόμους της φύσεως,
δεν παραδίδη εις θάνατον τα σαρκικά του τέκνα, πως εγώ θα παραδώσω τα πνευματικά μου τέκνα, τα ιερά μου βιβλία, εις τας μιαράς σου χείρας; Τούτο δεν θέλει γίνει ποτέ.
Πρόθυμος δε είμαι να αποθάνω παρά να ακούσω τας άθεους σου προσταγάς.



Το Μαρτύριο του Τιμοθέου
Από τη φλογερή και δυνατή πίστη και τη γενναία αυτή απάντηση ο Αρριανός αντιλήφτηκε πλήρως την ατσάλινη θέληση του Τιμοθέου. Με οργισμένη την όψη ο Αρριανός
προστάζει τους δήμιους να πυρώσουν πολύ δύο σιδερένιες βέργες και μ' αυτές να τρυπήσουν τα αυτιά του γενναίου Μάρτυρος και άξιου Αθλητού. Οι πόνοι ήταν φρικτοί.
Ο Άγιος τους υπέφερε με θαυμαστή καρτερία, με παραδειγματική και υποδειγματική υπομονή χωρίς κανένα βογγητό. Η ύπαρξης του ολόκληρη ευχαριστούσε και ευγνωμονούσε
τον Σωτήρα Χριστό ν που τον αξίωσε να μαρτυρεί και να υποφέρει δια το Όνομά Του το άγιον. Με γλυκεία φωνή έλεγε Το του Παύλου «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του
Χριστού; θλίψις ή στεναχώρια ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η΄ 35). Τα φλογερά λόγια του Μάρτυρος άναψαν περισσότερο το θυμό του Αρριανού
και γι' αυτό πρόσταξε να δέσουν τα πόδια του Τιμοθέου στον τροχό. Μ' αυτόν τον τρόπο πίστευε ότι η θα πεισθή επί τέλους ο Τιμόθεος να εκτελέσει τα άπιστα και βάρβαρα
προστάγματά του η θα λάβει τον πρέποντα θάνατο. Το νέο μαρτύριο ήταν φρικτότερο' του1 πρώτου. Καθώς ο τροχός περιστρεφόταν με ορμή, τα καρφιά, που ήταν μπηγμένα
σ' αυτόν, κατέσχιζαν τις σάρκες του Αθλοφόρου. Το άγιο αίμα του έβαψε τη γη. Πλήθος ειδωλολατρών παρακολουθούσε με περιέργεια και φρίκη τα βασανιστήρια. Δεκάδες
χριστιανοί με κομμένη την ανάσα τους,, με πύρινες προσευχές προς τον Ουράνιο Πατέρα ζούσαν κυριολεκτικά το μαρτύριο του Τιμοθέου. Ανάμεσά τους και η Μαύρα.
Παρακολουθούσε το Μαρτύριο χωρίς κανένα φόβο!
Όμως, για μια στιγμή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του τυράννου, των ειδωλολατρών, των πιστών, της Μαύρας, σε μια μόνο στιγμή εξαφανίστηκε κάθε πληγή και κάθε κάκωση.
Το αίμα σταμάτησε να τρέχει και φάνηκε όλος υγιής και λαμπρός. Η έκπληξη του Αρριανού και των ειδωλολατρών ήταν απερίγραπτη. Η χαρά των πιστών ανέκφραστη . «Ζη
Κύριος ο Θεός ημών» έλεγαν με απέραντη ευτυχία. Πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στον Χριστό και πόθησαν το Άγιο Βάπτισμα.

Νέα βασανιστήρια
Βλέποντας ο ηγεμόνας ότι τίποτε δεν κλονίζει τον Μάρτυρα, αποφάσισε να τον θανατώσει. Προστάζει να του βάλουν χαλινό στο στόμα, να του κρεμάσουν μια βαριά πέτρα στο
λαιμό και να τον περιφέρουν σύροντάς τον σ' όλη την πόλη. Έπειτα να τον κρεμάσουν από τα πόδια σ' ένα ψηλό δένδρο. Όλα αυτά τα υπέφερε με γενναιότητα ο Άγιος. Η
καρδιά του, μετά το θαύμα, είχε πλημμυρίσει από βαθύτατη ευτυχία. Ο Παντοδύναμος Ιησούς ήταν κοντά του. θαυματούργησε στο σώμα του. Του γιάτρεψε όλες τις πληγές και
του αφήρεσε και του απομάκρυνε όλους τους φρικτούς πόνους. Ο Αρριανός εξεπλάγη από την παρρησία, το υποδειγματικό θάρρος και τη θαυματουργική ίαση του Μάρτυρος
διέταξε δε να τον κλείσουν στη φυλακή, μέχρις ότου εξεταστεί για δεύτερη φορά.



Το Μαρτύριο της Μαύρας
Η γενναία και αφοσιωμένη στον Θεό Μαύρα συνεχώς προσεύχεται. Όλος ο ψυχικός της κόσμος διακατέχεται από τη λαχτάρα και τον πόθο του μαρτυρίου. Ζηλεύει και θαυμάζει
τον Τιμόθεο. Στέκει διαρκώς δίπλα του, τον στηρίζει και στηρίζεται κι' αυτή στην αγία απόφαση. Τον παρηγορεί και παρηγορείται. Τον παροτρύνει στο μαρτύριο και παροτρύνεται
από εκείνον να μη λυγίσει στις δοκιμασίες που τυχόν θα δοκιμάσει για τον Χριστό στο ενδεχόμενο ιερό κάλεσμα. Πράγματι η σειρά της δεν άργησε να έλθει. Από τις πρώτες
μαρτυρικές ημέρες του Τιμοθέου την πρόσεξε ο Αρριανός. Μόλις πληροφορήθηκε ότι η νέα αυτή είναι σύζυγος του Τιμοθέου, αμέσως συνέλαβε το απαίσιο, κακούργο,
εγκληματικό και απάνθρωπο σχέδιο του. Η Μαύρα θα ήταν το δόλωμα για να πιάσει στα δίχτυα του τον Τιμόθεο. Νόμισε και πίστευσε ότι με τις ψεύτικες και απατηλές
υποσχέσεις του και με τις κολακείες του θα την πείσει πολύ εύκολα. Ο Αρριανός παρότρυνε με παχιές και χωρίς περιεχόμενο υποσχέσεις τη Μαύρα να αρνηθεί την πίστη της
και να λυπηθεί τη ζωή τη δική της και του συζύγου της. Αν κατάφερνε να πείσει τον Τιμόθεο να αλλαξοπιστήσει, η ανταμοιβή τους θα ήταν πλούτη και αξιώματα. Η γενναία
Μαύρα δεν έδωσε καμιά σημασία στις κολακείες και υποσχέσεις του τυράννου. Ποθούσε φλογερά να παραμείνει ακλόνητη η πίστης της στον Χριστό, μπροστά στο μαρτύριο.
Απάντησε ότι το Μαρτύριο μόνος του το θέλησε ο Τιμόθεος και έτσι είναι πιο αγαπητός σε εκείνη και ότι θυσιάζουν ευχαρίστως τις επίγειες απολαύσεις για να κερδίσουν τη
δόξα και το μεγαλείο του Ουρανού.
Άναψε από θυμό και οργισμένος σαν άγριο θηρίο διατάσσει να ξυρίσουν δι' ατιμία τις τρίχες της κεφαλής της και να της κόψουν τα δάκτυλα! Όμως εκεί που περίμενε να
τρομοκρατηθεί και να υποταχτεί, η Μαύρα έλαμψε και ακτινοβόλησε από αφοσίωση προς τον Ιησού. Υπέφερε με υπομονή και θαυμαστή καρτερία διότι ζούσε τις στιγμές αυτές
του μαρτυρίου της τον Σταυρόν του Ιησού. Η σκληρή καρδιά του τυράννου δεν λύγισε μπροστά στον ηρωισμό και την αγία πίστη της Μαύρας. Τα βασανιστήρια πρέπει να
συνεχισθούν. Καζάνι με βραστό νερό ετοιμάζεται. Αυτό θα γίνει ο υγρός τάφος της Μαύρας, λέει με βαρβαρική επιμονή ο άπιστος έπαρχος. Αλλά το βραστό νερό γίνεται δροσιά
που ξεκουράζει, δυναμώνει και δροσίζει τη Μάρτυρα, παραμένει δε μέσα σ’ αυτό αβλαβής. Σίγουρα, σκέπτεται ο Αρριανός, οι δήμιοι λυπήθηκαν την Μαύρα και δεν έκαυσαν
πολύ το νερό. Για να βεβαιωθεί λέγει στην Αγία.
—Ράντισόν με, ω Μαύρα, δια να ιδώ, άραγε καίει το ύδωρ; Πόσο μακριά ζούσε ο δυστυχής από το Φως του Χριστού και την αλήθεια! Πήρε η Αγία στα χέρια της νερό από το
καζάνι και το έχυσε στα χέρια του τυράννου. Ευθύς αμέσως ο Αρριανός αισθάνθηκε δριμύτατους πόνους και τα χέρια του έγιναν μια πληγή από το δυνατό έγκαυμα με το νερό
που κόχλαζε. Είχε γίνει ο δύστυχος περίγελως όλων. Απελπισμένος προστάζει τώρα να καίουν την Αγία με αναμμένες λαμπάδες, με την πεποίθηση ότι θα λυγίσει και θα
υποταχθεί στην απιστία του. Η δε Μάρτυς έλεγε:
—Θαυμάζω ω ηγεμών, διότι ενώ δεν ηδυνήθης να με νικήσης με τον βράζοντα λέβητα νομίζεις τώρα ότι θα με κατακαύσης με μίαν ή δύο λαμπάδας! Δεν σε φοβάμαι. Έχω
τον Ζώντα Τριαδικό Θεό κοντά μου. Εκείνος με φρουρεί και με προστατεύει.

Το κοινό Μαρτύριο
Εξοργισμένος ο Αρριανός διατάσσει τον πλέον ατιμωτικό θάνατο του Τιμοθέου και της Μαύρας. Τον Σταυρικό θάνατο! Στο άκουσμα του απροσδόκητου τρόπου της καταδίκης τους,
η καρδιά τους σκίρτησε από τα πιο ευγνώμονα, ηρωικά και γεμάτα από καυτή πίστη άγια συναισθήματα, θάνατος επί Σταυρού! Τους οδήγησαν μαζί στον τόπο της καταδίκης.
Δυο ξύλινοι Σταυροί τοποθετήθηκαν στη γη. Με λαχτάρα, με αφάνταστο ενθουσιασμό και απαράμιλλο αυταπάρνηση αγκάλιασε ο καθένας το δικό του Σταυρό. Με δάκρυα στα
μάτια ανέπεμπαν τις πιο θερμές προσευχές τους στο δωρεοδότη Θεό. Καταφιλούσαν το Σταυρό τους και τον εγκωμίαζαν σαν Ξύλο Σωτήριο. Κατόπιν έπεσαν πάνω σ' αυτούς με
τέτοια ευφροσύνη και αγαλλίαση όση δεν θα είχαν αν έπεφταν πάνω σε εύωσμα. Δέκα μέρες έμειναν μετέωροι πάνω στους Σταυρούς των, ο ένας απέναντι στον άλλον. Οι πόνοι
των αρθρώσεων που σήκωναν όλο το βάρος του σώματος ήταν πολύ δυνατοί. Η δίψα ήταν έντονη. Όμως και η θεία Χάρις πλουσιωτάτη στους δυο γενναίους Αθλητές. Ο μακάριος
Τιμόθεος έλεγε, με χαρά και εμπιστοσύνη στο Χριστό, στην ευλογημένη Μαύρα.
—Μη δειλιάσωμεν, ω Μαύρα τα προσωρινά βασανιστήρια, διότι ταύτα μας προσφέρουν αιώνιον δόξαν εν ουρανοίς μικρός, μηδαμινός και προσωρινός είναι ο πόνος. Όμως μεγάλη
η ανταπόδοσις πολλά και αιώνια τα στεφάνια. Πικραί φαίνονται αι τιμωρίαι, αλλ' είναι γλυκύς ο Παράδεισος και μίαν στιγμήν υπομένοντες κερδίζομεν τον άπαντα αιώνα. Ο Δεσπότης
μας Ιησούς, αναμάρτητος ων, κατεδέχθη να σταυρωθεί επί του ξύλου του Σταυρού προς σωτηρίαν ημών, περιμένει δε όλους ημάς με χαρά κοντά Του. Ημείς τι θαυμαστό και τι
ωραίο είναι να γίνωμεν μιμηταί του Πάθους Του, δια να αξιωθώμεν να συνδοξασθώμεν μετ' Αυτού εις την δόξαν του ουρανού και την αιωνιότητα Του;
Αυτές τις νουθεσίες έκανε ο Μάρτυρας στην Αγια και η χαρά τους αύξανε, ο νους τους δε ήταν στραμμένος πάντα προς τα επάνω, προς τον ουρανό. Ο πειραστής διάβολος
προσπάθησε να πειράξει πάνω στο Σταυρό την Αγία. Της έφερε την επιθυμία να δροσίσει τη φλόγα του σταυρωμένου της σώματος με γάλα και μέλι, να βρισκόταν σε ποταμό
ολόδροσο που ρέει μέλι και γάλα. Με απόλυτη όμως εγκράτεια είπε στον πειραστή. Ουκ εξ αυτών πίομαι, αλλ' εκ του ποτηριού, ού μοι εκεράσατο Χριστός». Και των δύο οι καρδιές
γέμισαν από απέραντη αγάπη προς τον Χριστό. Ήλθε όμως και Άγγελος Κυρίου, πριν παραδώσουν το πνεύμα τους στον Κύριο και τους έδειξε τους τόπους και τους θρόνους της
αγίας αποκαταστάσεώς τους στην ατέλειωτη χαρά του ουρανού, θρόνους, στολές λευκές και στεφάνια ουράνια, λαμπρά και αιώνια τους είχε ο Κύριος ετοιμάσει. Του Τιμοθέου ο
θρόνος ήταν σε ψηλότερη θέση γιατί, όπως αποκάλυψε ο Άγγελος, «η του τόπου διαφορά παραδηλοί σοι, ότι ο ανήρ σου μάλλον πρόξενος σοι της σωτηρίας εγένετο».
Η ουράνια οπτασία τους πλημμύρισε από χαρά και ευφροσύνη και οι άγιες ψυχές τους πέταξαν με ιερή λαχτάρα στον Ουράνιο Δημιουργό τους, την δεκάτη ημέρα από της
σταυρώσεώς τους (3η Μαΐου).




Στίχος
Μαρτυρίου ὡς λάμψασ’ ἀκτῖνας Μαῦρα. Ὅπας Σατᾶν γε ἤμβλυνας ἶφι Μάρτυς Σταυρῷ Τιμόθεος τριτάτῃ τανύθη ἅμα Μαύρᾳ.

Στίχος
Ἥπλωσε Χριστὸς χεῖρας ἐν Σταυρῷ πάλαι, Ἥπλωσε καὶ νῦν Μαύρα σὺν Τιμοθέῳ. Σταυρῷ Τιμόθεος τριτάτῃ τανύθη ἅμα Μαύρᾳ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄.
Μαρτύρων σύλλογος νῦν εὐφραίνεται· Ἀγγέλων ἅσμασι μεγαλύνομεν την μνήμην ὑμῶν Ἅγιοι ἅπαντες μελῳδοῦντες καί πιστῶς ἐκβοῶντες, χαίροντες· τῆς Τριάδος
Δυάς Μαρτύρων καί κλέος, Τιμόθεε καί Μαῦρα, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύσατε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Τιμόθεον σήμερον σὺν τῇ συνάθλῳ πιστοί, συζύγῳ τιμήσωμεν, Μαύρᾳ τῇ νύμφῃ Χριστοῦ, τὴν τούτων γεραίροντες, εὔτολμον καρτερίαν. Οὗτοι γὰρ σταυρωθέντες,
ἴχνεσι τοῦ σφαγέντος, ἠκολούθησαν πόθῳ, καὶ πάντων τὰς ἁμαρτίας, Σταυρῷ προσηλώσαντος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Δεῦτε πάντων φιλεόρτων συστήματα, ὕμνοις τὴν σεπτὴ ξυνωρίδα ἐγκωμιάσωμεν, Τιμόθεον τὸν μέγαν ἀθλητὴν, καὶ Μαῦραν Μαρτύρων καλλονήν, ὡς τὴν πλάνην
τῶν εἰδώλων εὐθαρσῶς ἀποσείσαντες. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαῦρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε, σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου,
δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.



Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Γηθοσύνως σήμερον ἡ Ἐκκλησία, εὐφημεῖ γεραίρουσα τοὺς Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ· Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα, Τιμόθεον ἔνδοξον.

Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν
ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.

Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα Χριστοῦ ἀνυμνήσωμεν ὦ φιλέορτοι, τὸ θανεῖν γὰρ ὑπὲρ τὸ ζῇν διὰ Χριστὸν ἡρετίσαντο οἱ μακάριοι· τυράννων ἀπειλὰς μὴ πτοηθέντες, πυρὸς ὀδύνην,
ἄρσεις τροχῶν, καὶ λεβήτων βράσματα ἀνδρικῶς καθυπέμειναν. Καὶ γενναίως τοῖς βασάνοις προσκαρτεροῦντες, συμφώνως τοῖς ἀνόμοις κατὰ Παῦλον ἔλεγον:
Τίς ἡμᾶς χωρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης;Οὐ θλίψις, οὐ στενοχωρία, οὐκ ὀδύνη, ἀλλ’οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος· διὸ σταυροῦσιν ἐπὶ ξύλου Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα,
καὶ ἀριστέα Τιμόθεον ἔνδοξον

Μεγαλυνάριον
Ζεῦγος ἁγιόλεκτον τοῦ Χριστοῦ, ξυνωρίς ἁγία ἡ κηρύξασα τόν Χριστόν, Τιμόθεε μάρτυς, ἅμα τῇ λαμπρᾷ Μαύρᾳ, συγχώρησιν πταισμάτων ἡμῖν αἰτήσασθε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα κατηξιώθητε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ πανθαύμαστε ξυνωρὶς, πανσέβαστον ζεῦγος, γενναιότατοι Ἀθληταί· Τιμόθεε Μάρτυς, σὺ τῇ σεπτῇ συνάθλῳ Μαύρᾳ τῇ στεῤῥοτάτῃ, ἡμῶν τὸ καύχημα.

πηγή από: http://xristianos.gr/