Ἤμασταν ἔξι περίπου πατέρες καί καθόμασταν μαζί μέ τόν Γέροντα ἔξω ἀπό τό κελί του, ἀπό τή μπροστινή πλευρά, κάτω στό γρασίδι καί μᾶς ἔλεγε διάφορα. Ἐκείνη λοιπόν τήν ὥρα ἔφτασε ἐκεῖ ἕνας νεαρός ἀναρχικός μέ μαλλιά μακριά, μέ φουλάρι στό λαιμό καί μ' ἕναν τρόπος κάπως ἀναιδῆ ρωτᾶ:
-Ποῦ εἶναι αὐτός ὁ Παΐσιος;
Τότε ὁ γέροντας σηκώθηκε καί πλησιάζοντας τόν τοῦ λέει:
-Τί τόν θέλεις, ρέ παιδί;
-Τόν θέλω τοῦ πάντα ἐκεῖνος.
Ὁ Νεαρός στήν ἀριστερή τσέπη στό πουκάμισό του εἶχε ἕνα πακέτο τσιγάρα. Τό πιάνει ὁ Γέροντας καί τοῦ λέει:
-Τί ἔχεις ἐδῶ μέσα, τό Τετραβάγγελο;
-Ὄχι τσιγάρα τοῦ ἅπαντα΄καί βγάζοντας τό τοῦ προσφέρει καί τοῦ λέει: Θέλεις κανένα;
Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
-Ὄχι
Ἐπειδή ὅλοι κοιτούσαμε τόν Γέροντα καί γελούσαμε κατάλαβε ὁ νεαρός ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας καί ἀφοῦ μᾶς ρώτησε καί τό ἐπιβεβαίωσε γυρνᾶ καί τόν ρωτᾶ:
-Θέλω νά μοῦ πεῖς πώς μέ λένε.
Καί ὁ Γέροντας ξύνοντας δῆθεν ἀπό ἀμηχανία τό κεφάλι τοῦ λέει:
-Πῶς σέ λένε... πῶς σέ λένε... σέ λένε... πῶς τά λένε αὐτά μωρέ πού ἔχουν ἐκεῖ στήν Ἀθήνα καί σταματᾶνε κι...
ἀφήνουν τά αὐτοκίνητα νά περνᾶνε... (Ἐννοοῦσε τούς σηματοδότες) Πεταγόμαστε τότε ἐμεῖς καί τοῦ λέμε:
-Τό "Σταμάτη" καί τό "Γρηγόρη" λέτε Γέροντα (λαϊκή ἔκφραση καί ὁρολογία τῶν σηματοδοτῶν)
- Α ναί ἀπ' αὐτό σέ λένε.
Αὐτόν τόν ἔλεγαν Γρηγόρη καί ὅταν τ' ἄκουσε τά 'χασε καί ἀμέσως ζήτησε ἀπό τό γέροντα νά τόν δεῖ ἰδιαιτέρως. Ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν λίγο τά εἶπαν κι ἔφυγε ὁ νεαρός.
Μετά ἀπό ἔξι μῆνες ἦρθε ξανά στό Ἅγιον Ὅρος καί τόν συνάντησα ἔξω ἀπό τήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου. Δέν θύμιζε, ὅμως, τίποτα ἀπό τόν παλιό ἐκεῖνο ἀναρχικό. Εἶχε μία ὁλοφάνερη ἀλλοίωση πού μέ ἔφερε σέ δίλημμα κι ἀποροῦσα ἄν ἦταν αὐτός. Τότε τόν ρώτησα:
-Συγγνώμη μήπως πρινέξι μῆνες εἴχατε καναέρθει κι εἴχατε πάει στόν Γέροντα; Γιατί μου θυμίζετε κάποιον.
Μοῦ λέει:
-Αὐτός πάτερ ποῦ σᾶς θυμίζω μήπως ἦταν ἕνας ποῦ μιλοῦσε ἔτσι μέ ἀναίδεια στό Γέροντα;
-Ἐ ναί κάπως ἔτσι τοῦ λέω.
-Ἐ ἐγώ τό ζῶον ἤμουν πάτερ!
Νά εὔχεσθε ὅμως νά συμμορφωθῶ δί' εὐχῶν τοῦ Γέροντα.
-Ποῦ εἶναι αὐτός ὁ Παΐσιος;
Τότε ὁ γέροντας σηκώθηκε καί πλησιάζοντας τόν τοῦ λέει:
-Τί τόν θέλεις, ρέ παιδί;
-Τόν θέλω τοῦ πάντα ἐκεῖνος.
Ὁ Νεαρός στήν ἀριστερή τσέπη στό πουκάμισό του εἶχε ἕνα πακέτο τσιγάρα. Τό πιάνει ὁ Γέροντας καί τοῦ λέει:
-Τί ἔχεις ἐδῶ μέσα, τό Τετραβάγγελο;
-Ὄχι τσιγάρα τοῦ ἅπαντα΄καί βγάζοντας τό τοῦ προσφέρει καί τοῦ λέει: Θέλεις κανένα;
Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
-Ὄχι
Ἐπειδή ὅλοι κοιτούσαμε τόν Γέροντα καί γελούσαμε κατάλαβε ὁ νεαρός ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας καί ἀφοῦ μᾶς ρώτησε καί τό ἐπιβεβαίωσε γυρνᾶ καί τόν ρωτᾶ:
-Θέλω νά μοῦ πεῖς πώς μέ λένε.
Καί ὁ Γέροντας ξύνοντας δῆθεν ἀπό ἀμηχανία τό κεφάλι τοῦ λέει:
-Πῶς σέ λένε... πῶς σέ λένε... σέ λένε... πῶς τά λένε αὐτά μωρέ πού ἔχουν ἐκεῖ στήν Ἀθήνα καί σταματᾶνε κι...
ἀφήνουν τά αὐτοκίνητα νά περνᾶνε... (Ἐννοοῦσε τούς σηματοδότες) Πεταγόμαστε τότε ἐμεῖς καί τοῦ λέμε:
-Τό "Σταμάτη" καί τό "Γρηγόρη" λέτε Γέροντα (λαϊκή ἔκφραση καί ὁρολογία τῶν σηματοδοτῶν)
- Α ναί ἀπ' αὐτό σέ λένε.
Αὐτόν τόν ἔλεγαν Γρηγόρη καί ὅταν τ' ἄκουσε τά 'χασε καί ἀμέσως ζήτησε ἀπό τό γέροντα νά τόν δεῖ ἰδιαιτέρως. Ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν λίγο τά εἶπαν κι ἔφυγε ὁ νεαρός.
Μετά ἀπό ἔξι μῆνες ἦρθε ξανά στό Ἅγιον Ὅρος καί τόν συνάντησα ἔξω ἀπό τήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου. Δέν θύμιζε, ὅμως, τίποτα ἀπό τόν παλιό ἐκεῖνο ἀναρχικό. Εἶχε μία ὁλοφάνερη ἀλλοίωση πού μέ ἔφερε σέ δίλημμα κι ἀποροῦσα ἄν ἦταν αὐτός. Τότε τόν ρώτησα:
-Συγγνώμη μήπως πρινέξι μῆνες εἴχατε καναέρθει κι εἴχατε πάει στόν Γέροντα; Γιατί μου θυμίζετε κάποιον.
Μοῦ λέει:
-Αὐτός πάτερ ποῦ σᾶς θυμίζω μήπως ἦταν ἕνας ποῦ μιλοῦσε ἔτσι μέ ἀναίδεια στό Γέροντα;
-Ἐ ναί κάπως ἔτσι τοῦ λέω.
-Ἐ ἐγώ τό ζῶον ἤμουν πάτερ!
Νά εὔχεσθε ὅμως νά συμμορφωθῶ δί' εὐχῶν τοῦ Γέροντα.
Ἀπό τό βιβλίο "Ὁ γέρων Παΐσιος"
τοῦ Ἱερομονάχου Χριστοδούλου Ἁγιορείτου
πηγή από: http://xristianos.gr/