Προεπισκόπηση

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Για το Άγιο Πνεύμα - Βασίλειος ο Μέγας

Για το Άγιο Πνεύμα - Βασίλειος ο Μέγας
Προσδιοριστικές έννοιες για το Πνεύμα, σύμφωνες με τη διδασκαλία των Γραφών.
Ας εξετάσουμε τώρα και τι λογής είναι οι κοινές μας έννοιες για το Πνεύμα, που τις συνάξαμε γι' αυτό από τις Γραφές και τις κληρονομήσαμε από την άγραφη παράδοση των πατέρων.

Πρώτα λοιπόν, ποιος είναι που, ακούοντας τις ονομασίες του Πνεύματος, δεν νιώθει τον ψυχικό του κόσμο να υψώνεται και δεν πετά η σκέψη του προς την ανώτατη φύση; Γιατί Πνεύμα Θεού έχει ειπωθεί και «Πνεύμα της αληθείας, που από τον Πατέρα εκπορεύεται» (Ιω. 15,26.), «Πνεύμα ευθές» (Ψαλ. 50,12.), «Πνεύμα ηγεμονικό» (Ψαλ. 50,14.). «Πνεύμα άγιο» (Ψαλ. 50, 13.) είναι η κύρια και ξεχωριστή του ονομασία, που βέβαια ταιριάζει σαν ονομασία σε κάθε τι το ασώματο και καθαρά άϋλο κι αμέριστο. Έτσι κι ο Κύριος, διδάσκοντας τη γυναίκα που θαρρούσε το Θεό προσκυνητό σε κάποιο τόπο, ότι το ασώματο δεν περιέχεται, λέει: «Πνεύμα είναι ο Θεός» (Ιω. 4,24.). Δεν είναι λοιπόν μπορετό, ακούοντας Πνεύμα, να τυπώσει κανείς μέσα στο νου του περιορισμένη φύση, που να υπόκειται σε μετατροπές κι αλλοιώσεις ή να είναι σε όλα όμοια με την κτίση. Αλλά, ανεβάζοντας πολύ ψηλά τους λογισμούς, είναι ανάγκη ν' αντιληφθεί κάποια ουσία νοερή, άπειρη σε δύναμη, απεριόριστη σε μέγεθος, αμέτρητη με χρόνους ή αιώνες, πάμπλουτη σε βιός αγαθών. Προς αυτό έχουν στραφεί όλα όσα χρειάζονται αγιασμό. Αυτό ποθούν όλα όσα ζουν με αρετή, σαν να ποτίζονται από την άνωθεν πνοή του και να βοηθούνται στο δικό τους και φυσικό σκοπό. Τελειοποιεί τα άλλα, το ίδιο όμως δεν έχει καμμιά έλλειψη. Δεν εξαρτά από πουθενά τη ζωή του, αλλά το ίδιο χορηγεί ζωή. Δεν μεγαλώνει με προσθήκες, αλλά είναι ανέκαθεν ολοκληρωμένο, στον εαυτό του θεμελιωμένο και παντού παρόν.

Είναι η πηγή του αγιασμού, φως νοητό, παρέχοντας μες από τον εαυτό του σε κάθε λογικό ον ένα φως σαν άπλετο για την εύρεση της αλήθειας. Απρόσιτο κατά τη φύση. Αντιληπτό εξ αιτίας του ότι είναι αγαθό. Πλημμυρίζει τα πάντα με τη δύναμή του, αλλά μόνο οι άξιοι μετέχουν σ' αυτό. Και δεν μετέχουν κατά το ίδιο μέτρο, αλλά η ενέργειά του μοιράζεται ανάλογα προς την πίστη. Είναι απλό στην ουσία, ποικίλο όμως στις ενέργειες. Ολόκληρο είναι στον καθένα (Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άνθρωπος μετέχει στην ουσία, στη φύση του Θεού. Έχει το άγιο Πνεύμα καθόσον μετέχει στις ενέργειές του) κι ολόκληρο παντού είναι. Μερίζεται δίχως να παθαίνει τίποτα και μετέχει κανείς σ' αυτό ολότελα. Συμβαίνει όπως με το ηλιοφώς. Η χάρη του φαίνεται να είναι παρούσα μονάχα σ' αυτόν που το απολαμβάνει, όμως συνάμα και πάνω στη γη και τη θάλασσα λάμπει και με τον αέρα είναι ανακατωμένο. Έτσι λοιπόν και το Πνεύμα. Στο καθένα απ' αυτά που το δέχονται σαν να είναι μονάχα παρόν, αδιάκοπα αφήνει τη χάρη του ολόκληρη σε όλα. Όσα μετέχουν σ' αυτό, το απολαμβάνουν όσο τους επιτρέπει η φύση τους κι όχι όσο εκείνο μπορεί.

Οικείωση δε του Πνεύματος από την ψυχή δεν είναι η τοπική προσέγγισή του -γιατί, πώς θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε σωματικά το ασώματο;- αλλά ο χωρισμός από τα πάθη που, προσθεμένα στην ψυχή σαν συνέπειες της αγάπης προς τη σάρκα, την αποξένωσαν από την οικειότητα του Θεού. Ποιος λοιπόν είναι ο μοναδικός τρόπος για να πλησιάσει κανείς τον Παράκλητο; Αφού καθαρθεί από την αισχρότητα που ντύθηκε με την κακία και ξαναγυρίσει στο φυσικό κάλλος κι αποδώσει σαν σε εικόνα βασιλική την αρχαία μορφή μες από την κάθαρσή της. Κι εκείνος, σαν ήλιος, αφού παραλάβει καθαρισμένο μάτι, θα σου δείξει στον εαυτό του την εικόνα του αοράτου. Κι έτσι, στο μακάριο θέαμα της εικόνας, θα δεις την ανείπωτη ομορφιά του αρχετύπου. Χάρη στο Πνεύμα, οι καρδιές φτερώνονται, χειραγωγούνται οι αδύναμοι, φθάνουν στον τελικό τους σκοπό όσοι προκόβουν. Αυτό, φωτίζοντας τους καθαρισμένους από κάθε κηλίδα, τους κάνει πνευματικούς, χάρη στην κοινωνία τους μαζί του. Κι όπως τα λαμπερά και διάφανα σώματα, σαν πέσει πάνω τους κάποια αχτίνα, γίνονται και τα ίδια περίλαμπρα και πηγάζουν από τον εαυτό τους άλλη φωταύγεια, έτσι κι οι πνευματοφόρες ψυχές. Αφού φωτισθούν από το Πνεύμα, γίνονται κι οι ίδιες πνευματικές και σ' άλλους τη χάρη ακτινοβολούν. Από εδώ προέρχεται η πρόγνωση των όσων μέλλουν να συμβούν, η κατανόηση των μυστηρίων, η αντίληψη των απόκρυφων, τα μοιράσματα των χαρισμάτων, η ουράνια ζωή, η συγκαταρίθμηση με τους αγγέλους, η ανεξάντλητη ευφροσύνη, η διαμονή μαζί με το Θεό, η ομοίωση με το Θεό και το ακρότατο από τα ποθητά, το να γίνει κανείς θεός.

Αυτές λοιπόν είναι οι έννοιες μας για το Άγιο Πνεύμα, που διδαχθήκαμε από τα ίδια τα λόγια του Πνεύματος να πιστεύουμε σχετικά με τη μεγαλωσύνη του και την αξία του και τα ενεργήματά του, λίγες ανάμεσα στις πολλές που θα παραθέταμε.


Πώς, στην ομολογία των τριών υποστάσεων, φυλάμε το ευσεβές δόγμα της μοναρχίας. Όπου γίνεται κι ο έλεγχος αυτών που λένε πως το Πνεύμα υπαριθμείται (Υπαρίθμηση εδώ σημαίνει την αξιολόγηση των θείων προσώπων ανάλογα με τον αριθμό-τάξη που τα αναφέρουμε: πρώτο πρόσωπο ο Πατήρ, δεύτερο πρόσωπο ο Υιός, τρίτο πρόσωπο το Πνεύμα. Άρα έλεγαν οι κακόδοξοι, ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιό και ο Υιός ανώτερος από το Πνεύμα και άρα είναι υποστάσεις με ξεχωριστή φύση.).

Για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα διδάσκοντας ο Κύριος, δεν χρησιμοποίησε μαζί κι αρίθμηση. Δεν είπε δηλαδή: Στον πρώτο και δεύτερο και τρίτο. Ούτε: Σ' ένα και δύο και τρία. Αλλά με άγια ονόματα, χάρισε τη γνώση της πίστης που άγει στη σωτηρία. Άρα, ότι μας σώζει, είναι η πίστη.

Κι ο αριθμός επινοήθηκε σαν σημάδι για να γνωρίζουμε πόσα είναι τα πρόσωπα. Αλλά εκείνοι που από παντού συνάζουν ζημίες για τον εαυτό τους, χρησιμοποιούν εναντίον της πίστης και την ικανότητα της αρίθμησης. Λοιπόν, ενώ τίποτ' από τα άλλα δεν μεταβάλλεται με την προσθήκη του αριθμού, τρέμουν να χρησιμοποιήσουν τον αριθμό στη θεία φύση, μήπως έτσι υπερβούν το μέτρο της τιμής που οφείλεται στον Παράκλητο. Αλλά, σοφότατοι, οπωσδήποτε τα απρόσιτα πρέπει να είναι πάνω από αριθμούς. Όπως κι η παλιά ευλάβεια των Εβραίων με ιδιαίτερα σημάδια δήλωνε το όνομα του Θεού, που δεν επιτρεπόταν να το προφέρει κανείς, παριστάνοντας κι έτσι την υπεροχή του απέναντι σε όλα. Αλλά αν πρέπει και ν' αριθμούμε, ας έχουμε το νού μας μην κι έτσι κακοποιήσουμε την αλήθεια. Ή με σιγή πρέπει να τιμάμε τα ανείπωτα ή μ' ευσέβεια ν' αριθμούμε τα άγια.



Ένας είναι ο Θεός και Πατέρας, ένας κι ο μονογενής Υιός κι ένα το Πνεύμα το Άγιο. Καθεμιά από τις υποστάσεις την εξαγγέλλουμε μονωμένα. Κι αν χρειασθεί να τις συναριθμήσουμε, δεν γλιστράμε με απαίδευτη αρίθμηση σε έννοια πολυθεΐας.

Γιατί δεν αριθμούμε προσθέτοντας, για ν' αυξήσουμε το ένα σε πλήθος, λέγοντας ένα και δύο και τρία, ούτε πρώτο και δεύτερο και τρίτο. «Εγώ Θεός πρώτος κι εγώ κατόπιν» (Ησ. 44,6). Δεύτερο όμως Θεό ποτέ ως σήμερα δεν έχουμε ακούσει. Γιατί, Θεό από Θεό προσκυνώντας και το ιδιαίτερο των υποστάσεων ομολογούμε και μένουμε στη μοναρχία, χωρίς να διαλύουμε τη θεολογία σε πλήθος ξεχωριστά κομμάτια. Κι αυτό, επειδή ατενίζουμε στο Θεό Πατέρα και στο Θεό Μονογενή κατά κάποιο τρόπο την ίδια μορφή, ενεικονισμένη με απαράλλαχτη τη θεότητα. Γιατί ο Υιός υπάρχει στον Πατέρα κι ο Πατέρας στον Υιό, αφού κι αυτός είναι όπως εκείνος κι εκείνος όπως ακριβώς αυτός. Κι έτσι, είναι ένα οι δύο. Άρα προς το ιδίωμα των προσώπων είναι ένας κι ένας, ενώ ως προς την κοινή φύση οι δύο είναι ένα. Πώς λοιπόν, αφού είναι ένας κι ένας, δεν είναι δύο θεοί; Μα κι η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς κι όμως δεν είναι δύο οι βασιλιάδες. Γιατί ούτε η εξουσία διχάζεται, ούτε η δόξα διαμοιράζεται. Όπως λοιπόν η αρχή που μας διαφεντεύει κι η εξουσία είναι μία, έτσι κι η από μας δοξολογία είναι μία κι όχι πολλές. Γιατί η τιμή που αποδίνεται στην εικόνα, στο πρωτότυπο περνά. Ό,τι λοιπόν είναι εδώ κατ' απομίμηση η εικόνα, είναι εκεί κατά φύση ο Υιός. Κι όπως στα δημιουργήματα της τέχνης η ομοίωση έγκειται στη μορφή, έτσι και με τη θεία κι απλή φύση, η ένωση είναι στην κοινωνία της θεότητος.

Ένα δε είναι και το Άγιο Πνεύμα, που κι αυτό μονωμένα εξαγγέλλεται, αλλά μες από τον έναν Υιό συνάπτεται στον ένα Πατέρα και με τον εαυτό του συμπληρώνει την πολυύμνητη και μακαρία Τριάδα. Που την οικείωσή του προς τον Πατέρα και τον Υιό φανερώνει αρκετά το ότι δεν έχει ταχθεί μέσα στο πλήθος των δημιουργημάτων, αλλά εκφωνείται μεμονωμένα. Γιατί δεν είναι ένα από τα πολλά, αλλά ένα είναι. Όπως δηλαδή ένας είναι ο Πατέρας, ένας κι ο Υιός, έτσι κι ένα Πνεύμα Άγιο. Από τη δημιουργημένη λοιπόν φύση τόσο είναι ξεχωριστό, όσο πρέπει να είναι το μοναδικό από τα συναγμένα και πολλά. Και τόσο ενωμένο είναι με τον Πατέρα και τον Υιό, όσο συγγενική είναι η μονάδα με τη μονάδα.

Κι όχι μόνο από εδώ αποδείχνεται η κοινωνία κατά τη φύση, αλλά κι από το ότι λέγεται πως είναι από το Θεό. Όχι όπως όλα είναι από το Θεό, αλλά επειδή προέρχεται από το Θεό, χωρίς να γεννηθεί όπως ο Υιός, αλλά σαν Πνεύμα, δηλαδή πνοή του στόματός του. Κι οπωσδήποτε ούτε το στόμα σαν μέλος, ούτε το Πνεύμα σαν ανάσα που βγαίνει, αλλά και το στόμα θεόπρεπα ας το εννοήσουμε και το Πνεύμα σαν ον ζωντανό, που είναι κύριο του αγιασμού. Έτσι δηλώνεται κι η οικειότης και φυλάγεται κι ο ανείπωτος τρόπος της ύπαρξης.

Αλλά και Πνεύμα Χριστού λέγεται, μια κι είναι κατά τη φύση οικειωμένο μαζί του. Γι' αυτό, «όποιος Πνεύμα Χριστού δεν έχει, αυτός δεν του ανήκει» (Ρωμ. 8,9.). Έτσι, μονάχα αυτό δοξάζει άξια τον Κύριο. «Εκείνος θα με δοξάσει» (Ιω. 16,14.), λέει, όχι όπως η κτίση, αλλά σαν Πνεύμα της αλήθειας, ολοκάθαρα φανερώνοντας μέσα του την αλήθεια και σαν Πνεύμα σοφίας, το Χριστό, του Θεού τη δύναμη και του Θεού τη σοφία αποκαλύπτοντας μες από τη δική του μεγαλωσύνη. Αλλά και σαν Παράκλητος, χαρακτηρίζει με τον εαυτό του την αγαθότητα του Παρακλήτου που τον απέστειλε. Και με το αξίωμά του, φανερώνει τη μεγαλωσύνη εκείνου απ' όπου; προήλθε. Είναι λοιπόν ένα είδος δόξας, η φυσική, όπως δόξα του ηλίου είναι το φως. Κι άλλο είδος δόξας, η απ' έξω, αυτή που ελεύθερα και μετά από κρίση αποδίνεται στους άξιους. Αλλά κι αυτή είναι διπλή. Λέει η Γραφή: «Γιος δοξάζει Πατέρα και δούλος: τον Κύριό του» (Μαλαχ. 1,6.). Απ' αυτές λοιπόν, η μεν δουλική προσφέρεται από την κτίση, ενώ η άλλη, η για να την πω έτσι, συγγενική, από, το Πνεύμα εκπληρώνεται. Ο Κύριος έλεγε για τον εαυτό του: «Εγώ σε δόξασα στη γη, το έργο τελείωσα που μου έδωσες να κάνω» (Ιω. 17,4.). Έτσι λέει και για τον Παράκλητο: «Εκείνος εμένα θα δοξάσει, γιατί από μένα θα πάρει και θα σας αναγγείλει» (Ιω. 16,14.). Κι όπως δοξάζεται ο Υιός από τον Πατέρα που λέει «και δόξασα και πάλι θα δοξάσω» (Ιω. 12,28.), έτσι δοξάζεται και το Πνεύμα με την κοινωνία του προς τον Πατέρα και τον Υιό και με τη μαρτυρία του Μονογενούς που λέει: «Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθεί σε σας τους ανθρώπους, η βλασφημία όμως του Πνεύματος δεν θα συγχωρηθεί» (Ματθ. 12,31.).

Μια λοιπόν και με τη δύναμη που φωτίζει θωρούμε την ομορφιά της εικόνας του αοράτου Θεού και μες απ' αυτήν αναγόμαστε στο υπέρκαλλο θέαμα του αρχετύπου, εκεί κάπου είναι παρόν αχώριστα το Πνεύμα της γνώσης, που με την παρουσία του παρέχει σ' όσους αγαπούν τη θέα της αλήθειας τη δύναμη να κοιτάξουν την εικόνα, όχι απ' έξω δείχνοντάς την, αλλά με τη ζωή που έχει μέσα του εισάγοντας στην επίγνωση. Γιατί, καθώς «κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά ο Υιός» (Ματθ. 11,27.), έτσι και «κανείς δεν μπορεί να πει τον Κύριο Ιησού παρά μέσα στο Πνεύμα το Άγιο» (Α' Κορ. 12,3.). Γιατί δεν ειπώθηκε «μες από το Πνεύμα», αλλά «μέσα στο Πνεύμα». Κι επίσης: «Πνεύμα ο Θεός κι όσοι τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν μέσα στο Πνεύμα και στην αλήθεια» (Ιω. 4,24.). Όπως είναι γραμμένο πάλι: «Μέσα στο φως σου θα δούμε φως» (Ψαλ. 35,10.), δηλαδή μέσα στο φωτισμό του Πνεύματος. Και: «Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο» (Ιω. 1,9.). Άρα μέσα στον εαυτό του δείχνει τη δόξα του Μονογενούς και στους αληθινούς προσκυνητές μέσα του παρέχει τη γνώση του Θεού. Ο δρόμος λοιπόν της θεογνωσίας ξεκινά από το ένα Πνεύμα, περνά μες από τον έναν Υιό και καταλήγει στον ένα Πατέρα. Κι αντίστροφα, η αγαθή φύση κι ο κατά φύση αγιασμός και το βασιλικό αξίωμα ξεκινούν από τον Πατέρα, περνούν μες από το Μονογενή και φθάνουν στο Πνεύμα. Έτσι κι οι υποστάσεις ομολογούνται και το ευσεβές δόγμα της μοναρχίας δεν γκρεμίζεται.



Αυτοί όμως που χρησιμοποιούν την υπαρίθμηση, λέγοντας πρώτο και δεύτερο και τρίτο, τι πραγματικά κάνουν; Παρεισάγουν την πλάνη της ειδωλολατρικής πολυθεΐας στην άχραντη θεολογία των χριστιανών. Γιατί σε τίποτ' άλλο δεν οδηγεί η κακοποίηση που είναι η υπαρίθμηση παρά στο να ομολογεί κανείς πρώτο και δεύτερο και τρίτο Θεό. Σ' εμάς όμως αρκεί η σχέση των προσώπων που έθεσε ο Κύριος και που όποιος τη συγχέει δεν θα παρανομήσει λιγότερο από εκείνους τους ασεβείς. Για το ότι λοιπόν σε τίποτα δεν ζημιώνεται η κατά φύση κοινωνία των προσώπων με τον τρόπο υπαρίθμησης, όπως αυτοί πλανεμένα θαρρούν, αρκετά ειπώθηκαν. Αλλά ας έλθουμε στον εριστικό και ματαιόφρονα κι ας δεχθούμε πως ότι είναι δεύτερο σε σχέση με κάτι άλλο, λέμε πως υπαριθμείται. Ας δούμε λοιπόν τι προκύπτει από τη λογική αυτή. «Ο πρώτος», λέει, «άνθρωπος, από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, από τον ουρανό» (Α' Κορ.15,47.). Κι αλλού: «Δεν είναι πρώτο», λέει, «το πνευματικό, αλλά το ψυχικό, έπειτα το πνευματικό» (Α' Κορ. 15,46.). Αν λοιπόν στο πρώτο υπαριθμείται το δεύτερο, το δε υπαριθμούμενο είναι λιγότερης αξίας απ' αυτό όπου αναφέρεται η υπαρίθμησή του, τότε λοιπόν, για σας, μικρότερη αξία έχει από τον ψυχικό ο πνευματικός κι από το χοϊκόν άνθρωπο ο επουράνιος.


Μαρτυρίες από τις Γραφές για το ότι το Πνεύμα λέγεται Κύριος

Γιατί όμως να πολεμούμε με φθηνά μέσα και να καταχτάμε τη νίκη ντροπιασμένα με το λογικό, ενώ μπορούμε, παραθέτοντας τα πιο σεβαστά, ν' αποδείξουμε αναντίρρητα την υπερβάλλουσα δόξα; Κι αν πούμε αυτά που από τη Γραφή διδαχθήκαμε, χωρίς άλλο θα φωνάξουν πολύ και δυνατά, θα φράξουν τ' αυτιά, θα σηκώσουν πέτρες ή ότι άλλο τους λάχει κοντά και, μεταβάλλοντάς το σε όπλο ο καθένας από τους Πνευματομάχους, θα πέσουν κατεπάνω μας. Όμως δεν πρέπει βέβαια απέναντι της αλήθειας να προτιμήσουμε την ασφάλεια.

Βρήκαμε λοιπόν στα αποστολικά κείμενα: «Ο δε Κύριος να κατευθύνει τις καρδιές σας στην αγάπη του Θεού και στην υπομονή του Χριστού για τις θλίψεις» (Β' Θεσσ. 3,5.). Ποιος είναι ο Κύριος πού κατευθύνει στην αγάπη του Θεού και στην υπομονή των για χάρη του Χριστού θλίψεων; Ας μας αποκριθούν αυτοί που μεταβάλλουν το Πνεύμα σε ολότελα δουλικό ον. Γιατί, αν ο λόγος είναι για το Θεό και Πατέρα, θα είχε ειπωθεί: Ο δε Κύριος να σας κατευθύνει στην αγάπη του. Κι αν για τον Υιό, θα ταίριαζε ν' αναφερθεί στη για χάρη του υπομονή. Ας αναζητήσουν λοιπόν ποιο άλλο πρόσωπο είναι άξιο να τιμάται με την ονομασία Κύριος.

Παραπλήσιο δε μ' αυτό και το χωρίο που είναι αλλού. Το: «Σε σας δε να κάνει ο Κύριος ώστε να πλεονάσει και να περισσέψει η μεταξύ σας και προς όλους αγάπη, όπως κι εμείς σας αγαπάμε, ώστε να σταθούν οι καρδιές σας άμεμπτες κι άγιες μπροστά στο Θεό και Πατέρα μας, κατά την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μαζί με όλους τους αγίους του» (Α' Θεσσ. 3,12-13.). Σε ποιον Κύριο εύχεται να στερεώσει τις καρδιές των πιστών της Θεσσαλονίκης, για να είναι άμεμπτες κι άγιες μπροστά στο Θεό και Πατέρα μας, κατά την παρουσία του Κυρίου μας; Ας μας αποκριθούν αυτοί που τοποθετούν το Άγιο Πνεύμα μαζί με τα λειτουργικά πνεύματα (Πρβλ. Εβρ. 1,14. Μια μερίδα των αρειανών που είχε ήδη δεχθεί ότι ο Υιός είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα, απέρριπτε αυτό για το άγιο Πνεύμα, ισχυριζόμενη ότι ήταν πρώτος άγγελος ή ένα λειτουργικό πνεύμα.) που αποστέλλονται σε διακονία. Δεν έχουν όμως τίποτα να πουν.

Γι' αυτό ακριβώς ας ακούσουν κι άλλη μαρτυρία, που κι αυτή κατηγορηματικά ονομάζει Κύριο το Πνεύμα. «Ο δε Κύριος», λέει «το Πνεύμα είναι» (Β' Κορ. 3,17.). Και πάλι: «Σαν από το Πνεύμα που είναι Κύριος» (Β' Κορ. 3,18.). Για να μην αφήσω δε καμμιά λαβή σε αντιλογία, θα παραθέσω την ίδια τη φράση του αποστόλου: «Γιατί ως σήμερα το ίδιο κάλυμμα μένει κατά την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς να ξεσκεπάζεται, αφού με τον ερχομό του Χριστού καταργείται» (Β' Κορ. 3,14.). Όταν δε «επιστρέψει στον Κύριο, θ' αφαιρεθεί το κάλυμμα. Ο δε Κύριος το Πνεύμα είναι» (Β' Κορ. 3,16-17.). Τι σημαίνει αυτό; Ότι αυτός που προσέχει ιουδαϊκά στο απλό νόημα του γράμματος κι ασχολείται με τους νομικούς τύπους, μοιάζει να έχει σκεπάσει την καρδιά του με κάποιο παραπέτασμα. Κι αυτό το παθαίνει, γιατί αγνοεί πως η υλική τήρηση του νόμου με τον ερχομό του Χριστού καταργείται, αφού οι τύποι αλλάζουν πια σε αλήθεια. Γιατί, όταν ο ήλιος είναι παρών, τα λυχνάρια δεν έχουν δουλειά. Και παύει να ενεργεί ο νόμος κι οι προφητείες σιωπούν, σαν ανατείλει η αλήθεια. Όποιος όμως μπορέσει να εγκύψει στο βάθος του νομικού νοήματος και, την ασάφεια που προξενεί το γράμμα διαπερνώντας σαν κάποιο καταπέτασμα, εισέλθει στα απόκρυφα, αυτός μιμήθηκε το Μωϋσή. Τι έκανε ο Μωϋσής; Συνομιλώντας με το Θεό (Πρβλ. Εξ, 34,34.), αφαιρούσε το κάλυμμα του προσώπου του. Κι έτσι κι αυτός γυρίζει από το γράμμα στο πνεύμα. Ώστε στο μεν κάλυμμα που ήταν στο πρόσωπο του Μωϋσή αντιστοιχεί η ασάφεια των νομικών διδαγμάτων, ενώ στο γυρισμό προς τον Κύριο η πνευματική θεωρία. Όποιος λοιπόν, διαβάζοντας το νόμο, ξεπέρασε το γράμμα, γυρίζει στον Κύριο -Κύριος δε εδώ λέγεται το Πνεύμα- και γίνεται όμοιος με το Μωϋσή, που είχε δοξασμένο το πρόσωπο από την εμφάνιση του Θεού. Τα αντικείμενα που είναι σιμά σε ζωηρά χρώματα, παίρνουν κι αυτά κάποιαν έντονη βαφή από το φέγγος που τα στεφανώνει. Έτσι κι αυτός που είδε καθαρά στο Πνεύμα» από εκείνου τη δόξα λες και μεταμορφώνεται και γίνεται πιο φωτεινός, σαν η αλήθεια που προέρχεται από το Πνεύμα, όμοια με κάποιο φως, να καταυγάζει την καρδιά του. Κι αυτό σημαίνει το να μεταμορφώνεται κανείς από τη δόξα του Πνεύματος και ν' αποχτά δική του δόξα, όχι λιγοστή, ούτε αμυδρή, αλλά όση είναι επόμενο να έχει κάποιος που φωτίζεται από το Πνεύμα. Δεν ντρέπεσαι, άνθρωπε, τον απόστολο πού λέει: «Ναός του Θεού είστε και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας» (Α' Κορ. 3,16.); Θα μπορούσε ποτέ να τιμήσει με την ονομασία του ναού τη δουλική κατοικία; Κι αυτός δε που ονομάζει τη Γραφή «θεόπνευστη» (Β' Τιμ. 3,16.), επειδή γράφηκε με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποιεί μήπως τις προσηγορίες εκείνου που το ορίζει και το μικραίνει;
Επιστολές και άλλα κείμενα, Μεγαλου Βασιλείου
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Πηγή από: http://xristianos.gr/